Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Bertolt Brecht 1898-1956 Γερμανός δραματουργός

Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Bertolt Brecht, σε κάποια έργα ως Bert Brecht, γενν. Eugen Berthold Friedrich Brecht, 10 Φεβρουαρίου 1898 – 14 Αυγούστου 1956) ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου» (Episches Theater) στη Γερμανία.
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 στο Ανατολικό Βερολίνο. Η μητέρα του ήταν Προτεστάντισσα και ο πατέρας του Ρωμαιοκαθολικός διευθυντής εταιρείας χάρτου. Είχε έναν νεότερο αδερφό, τον επιστήμονα Βάλτερ Μπρεχτ (1900-1986). Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917-1921), χωρίς να είναι επιμελής στις ιατρικές σπουδές του, αφού τον κέρδιζε ήδη η λογοτεχνία. Επιστρατεύτηκε ως νοσοκόμος και υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Άρχισε να γράφει ποιήματα και θεατρικά. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του ήταν το Εγκόλπιο ευσέβειας (Hauspostille).
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συνάντησε και εργάστηκε με τον συνθέτη Χανς Άισλερ (Hanns Eisler) και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε επίσης τη Χελένε Βάιγκελ (Helene Weigel), τη μετέπειτα δεύτερη γυναίκα του, που τον συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τον Ιανουάριο του 1919 η τότε 17χρονη εφηβική του αγάπη Πάουλα Μπάνχολτσερ του ανακοίνωσε πως έμεινε έγκυος, αλλά στην κίνηση του Μπρεχτ να τη ζητήσει σε γάμο, ο πατέρας της αποκρίθηκε αρνητικά και την έστειλε μακριά, σε ένα χωριό του Άλγκοϊ. Εκεί στις 31 Ιουλίου έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Φρανκ (Frank Banholzer, 1919-1943), ένα όνομα εμπνευσμένο από τον θεατρικό συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864-1918), τον οποίο ο Μπρεχτ είχε ως πρότυπο.
Το Νοέμβριο του 1922 νυμφεύθηκε την τότε σύντροφό του, τραγουδίστρια της όπερας Μαριάννε Τσοφ (Marianne Zoff). Η κόρη τους Χάννε Μαριάννε Μπρεχτ (μετέπειτα ηθοποιός, γνωστή με το επώνυμο του συζύγου της ως Χάννε Χίομπ) γεννήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα. Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο γερμανικό θέατρο του Βερολίνου υπό τη διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. Άρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε τον διαλεκτικό υλισμό. Το 1930 νυμφεύθηκε τη Χελένε Βάιγκελ, με την οποία απέκτησαν έναν γιο, τον συγγραφέα Στέφαν Μπρεχτ (1924-2009) και αργότερα μια κόρη, την θεατρική ηθοποιό Μπάρμπαρα Μπρεχτ-Σαλ (1930-2015), που έγινε και η κύρια κληρονόμος και διαχειρίστρια των δικαιωμάτων του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Η προσαρμογή της Όπερας των ζητιάνων του Τζον Γκέι με το όνομα Η όπερα της πεντάρας (Die Dreigroschenoper, 1928) σε στίχους του Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπος του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή ο Μπρεχτ στηλίτευε την «καθώς πρέπει» βερολινέζικη αστική τάξη που προσήπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής.
Το 1933, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, ο Μπρεχτ αυτοεξορίστηκε μέχρι το έτος 1948. Έζησε πρώτα στη Δανία και τη Φινλανδία και μετά στις ΗΠΑ καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στη Μόσχα εξέδωσε σε συνεργασία με άλλους Γερμανούς συγγραφείς το περιοδικό Η Λέξη (Das Wort). Στις ΗΠΑ δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά το τέλος του πολέμου εγκαταστάθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και μαζί με τη Χελένε Βάιγκελ ίδρυσαν το 1949 το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Berliner Ensemble). Το 1950 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Τεχνών. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Το έργο του
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Με το αντιπολεμικό έργο του Ταμπούρλα μες τη νύχτα (1922) κέρδισε το Βραβείο Κλάιστ (Kleist-Preis). Ήταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το «διδακτικό» και «ανθρωπιστικό» θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ, απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Τότε έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ (1930).
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945 ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: Η ζωή του Γαλιλαίου (1937-39), Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της (1936-39), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1935-41), Ο κύριος Πούντιλα και ο υπηρέτης του Μάττι (1940), Η ανασχετική άνοδος του Αρθούρου Ούι (1941), Τα οράματα της Σιμόνης Μασάρ (1940-43), Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1942-43) και Ο κύκλος με την κιμωλία[3] (1943-1945). Το 1944 έγραψε το έργο Η ιδιωτική ζωή της κυρίαρχης φυλής, μια άτεγκτη κριτική της ζωής στη Γερμανία υπό το καθεστώς του Εθνικοσοσιαλισμού.
Η παγκοσμιότητα του έργου του αναγνωρίστηκε ευρέως μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Τα έργα του κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Έτσι όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο, αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώθηκε στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. Έγραψε εκατοντάδες ποιήματα που αντανακλούν τη σταδιακή μεταστροφή του προς τη μαρξιστική-λενινιστική φιλοσοφία. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι: Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε, Εγκώμιο στη μάθηση, Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου, Αυτό θέλω να τους πω, Να καταπολεμάτε το πρωτόγονο, Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ, Απώλεια ενός πολύτιμου ανθρώπου, Εγκώμιο στον Κομμουνισμό, Εγκώμιο στη Διαλεκτική.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια