(απόσπασμα από το βιβλίο ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ...του Νικολαου Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής)
Δεν υπάρχει πιο οξύς πόνος από τον πόνο του παιδιού σου
. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοκιμασία από το να βλέπεις να υποφέρει και να αδυνατείς να του συμπαρασταθείς αποτελεσματικά, να μην μπορείς να βεβαιωθείς για την τελική αποθεραπεία του...
Ιδίως όταν αυτό είναι υπομενετικό, ευγενικό, ανυποψίαστο και αθώο.
Τα ερωτήματα του τύπου γιατί, σε τι κόσμο ζούμε, ποιός φταίει για τη δοκιμασία μας, ποια ηθική, ποιά λογική, ποιοί νόμοι διέπουν και ερμηνέυουν τη μεταμόρφωση της ανέκφραστης χαράς για το παιδί μας σε μαρτύριο ανείπωτου πόνου για την ξαφνική εξέλιξη της υγείας του διαπλέκονται μαζί με τα κοινά και ανθρώπινα του τύπου θα γίνει καλά τελικά; τι πρέπει να κάνουμε; μήπως πρέπει να πάμε στο εξωτερικό; και δημιουργούν μια κατάσταση αξεπέραστου πόνου και αίσθησης αδιεξόδου.
Οι ελπίδες συνήθως καταρρέουν, χωρίς όμως εντελώς να εξαφανίζονται από τον ορίζοντα της καρδιάς μας.
Και ενώ κάνουμε τα πάντα, τρέχουμε «στους καλύτερους γιατρούς», δείχνουμε την περισσότερη αγάπη, προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας να λειτουργήσουμε με τις καλύτερες και περισσότερες ελπίδες, προσφεύγουμε στις θερμότερες προσευχές, ζητούμε συμπαράσταση από τους κοντινότερους φίλους μας, κάποτε έρχεται αδυσώπητη η πραγματικότητα να μας διαψεύσει.
Έρχεται να γκρεμίσει μαζί με τις ελπίδες μας και την πίστη μας σε κάτι καλό, σε κάτι αληθινό, σε κάτι που αποτελεί πραγματικό στήριγμα.
Τελικά, το παιδί μας έχει φύγει. Δεν το έχουμε κοντά μας.
Μας λείπει το αντίκρυσμα του βλέμματός του, μας πληγώνει η απουσία της μυρωδιάς του, της υφής του.
Η αδυναμία να το χαϊδέψουμε, να το φιλήσουμε, να το σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να τρίψουμε το πρόσωπό μας στο δικό του, μοιάζει σαν εμπειρία δικού μας πλέο θανάτου.
Δεν θέλουμε να ζούμε.
Η έλλειψη της φωνής, του χαμόγελου, της έκφρασης του προσώπου, του σκέρτσου του ξεσκίζει το μέσα μας.
Το κενό του δεν αναπληρώνεται.
Δεν μας το γεμίζουν ούτε τα άλλα ενδεχόμενως παιδιά μας, που ούτε τα καημένα θα φταίνε ούτε ασφαλώς θα τα αγαπούμε λιγότρο.
Το κάθε παιδί είναι αναντικατάστατο και κατέχει το πλήρωμα της αγάπης και των ευγενέστερων αισθημάτων μας,
Έρχονται πολλοί, με πολλή αγάπη να μας συμπαρασταθούν και σοφίζονται μύρια όσια επιχειρήματα, προκειμένου να γυρίσουν το μυαλό και τη σκέψη μας ξανά στη ζωή, σε όλα τα υπόλοιπα, να ρίξουν λίγο φως στο αδιαπέραστο σκοτάδι μας.
Τους ευγνωμονούμε όλους για τη αγάπη, το ενδιαφέρον, τη συμπαράσταση, αλλά το φορτίο μας ίσως να γίνεται και βαρύτερο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν ακουμπά θεραπευτικά το δράμα μας.
Κάτι άλλο έχουμε ανάγκη.
Έχει αλλάξει όλος ο κόσμος μας.
Από κάπου προσδοκούμε λίγη ελπίδα, ένα μικρό στήριγμα, κάπως να γαντζωθούμε.
Παλινδρομούμε ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις και την αλήθεια.
Κάποιοι αποκαλούν το παιδί μα αγγελούδι.
Το έλεγαν και όταν ήταν στη ζωή, θέλοντας να περιγράψουν τη γλύκα της παρουσίας του και την τρυφερότητα της ομορφιάς του.
Τώρα όμως το λένε διαφορετικά.
Μήπως το αποκαλούν έτσι για να παρηγορηθούν οι ίδιοι; μήπως για να στηρίξουν εμάς ;
Ή μήπως εξυπονοώντας πως ζει χωρίς να φαίνεται, όπως οι άγγελοι;
Ότι μας βλέπει και κοινωνεί μυστικά μαζί μας;
Ότι η σχέση του τώρα είναι πιο συγγενική με το Θεό παρά με την παχύτητα της ανθρώπινης φύσης; Ότι άφησε το ρούχο της χρονικότητος και φόρεσε αυτό της αιωνιότητας;
Ότι ξέφυγε από τα δεσμά της φθοράς και ζεί πλέον σε κόσμο «ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος;;»
Μας λένε ότι βρίσκεται κοντά στο Θεό.
Πού το ξέρουν;
Το γνωρίζουν ;
Το αισθάνονται ;
Η μήπως το φαντάζονται ή έτσι το λένε για να μας παρηγορήσουν ;
Τι τελικά συμβαίνει ;
Ποιά είναι η αλήθεια ;
Πόσο θα θέλαμε να αισθανθούμε το παιδί μας ότι ζει, ότι βρίσκεται σε κατάσταση απέιρως καλύτερη από αυτήν που ζούσε κοντά μας, ότι κάπως επικοινωνεί μαζί μας, μας ακούει, μας βλέπει, μας παρακολουθεί!
Ίσως η σχέση του μαζί μας να είναι πιο δυνατή από πρώτα, ίσως να είνα πιο κοντά μας από πριν. Όντως να έχει ησυχάσει, να έχει αναπαυθεί.
Η αγάπη μας μαζί του να ήταν δυνατή αλλά ανθρώπινη, με όρια, με τέλος.
Τώρα η σχέση μας να είναι μυστική.
Ο σύνδεσμος μαζί του να μας ξανοίγει σε κόσμους που, μόνο αν προσεγγίσουμε πνευματικά, θα μπορούσαμε να ξανασυναντήσουμε το λατρευτό μας παιδί, αν και «εν ετέρα μορφή». Όχι όπως το ξέραμε, αλλά όπως τώρα είναι, δίχως φθορά, δίχως αρρώστια, δίχως κίνδυνο να μας φύγει, να το χάσουμε.
__ç$$$ç
_$$$$$$$_####____####
__*$$$$$$* ####__#####
____*$$$$*$$$$$########
____$$$$$ $$$$$$$########
_____$$$$*$$$$$$$$#######
____$$$$$*$$$$_$$$#######
____$$$$$*$$$$##$$$######
_____$$$$*$$$$_##$$######
_____$$$$*$$$$$__$$######
____$_$$$*$$$$$$_$$_#####
__$$__$$$ * $$$$$$_$$$_####
_____$$$$*$$$$$__$$$_####
_____$$$$*$$$$___$$__####
_____$$$$*$$$$_______###
_____$$$$$$$$________##
______$$$$$$_________#
_______$$$$$$__________
_______$$$$$$$________
_______$$$$$$$$________
_______$$$$_$$$$_______
_______$$$$_$$$$_______
_______$$$___$$$_______
Δεν υπάρχει πιο οξύς πόνος από τον πόνο του παιδιού σου
. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοκιμασία από το να βλέπεις να υποφέρει και να αδυνατείς να του συμπαρασταθείς αποτελεσματικά, να μην μπορείς να βεβαιωθείς για την τελική αποθεραπεία του...
Ιδίως όταν αυτό είναι υπομενετικό, ευγενικό, ανυποψίαστο και αθώο.
Τα ερωτήματα του τύπου γιατί, σε τι κόσμο ζούμε, ποιός φταίει για τη δοκιμασία μας, ποια ηθική, ποιά λογική, ποιοί νόμοι διέπουν και ερμηνέυουν τη μεταμόρφωση της ανέκφραστης χαράς για το παιδί μας σε μαρτύριο ανείπωτου πόνου για την ξαφνική εξέλιξη της υγείας του διαπλέκονται μαζί με τα κοινά και ανθρώπινα του τύπου θα γίνει καλά τελικά; τι πρέπει να κάνουμε; μήπως πρέπει να πάμε στο εξωτερικό; και δημιουργούν μια κατάσταση αξεπέραστου πόνου και αίσθησης αδιεξόδου.
Οι ελπίδες συνήθως καταρρέουν, χωρίς όμως εντελώς να εξαφανίζονται από τον ορίζοντα της καρδιάς μας.
Και ενώ κάνουμε τα πάντα, τρέχουμε «στους καλύτερους γιατρούς», δείχνουμε την περισσότερη αγάπη, προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας να λειτουργήσουμε με τις καλύτερες και περισσότερες ελπίδες, προσφεύγουμε στις θερμότερες προσευχές, ζητούμε συμπαράσταση από τους κοντινότερους φίλους μας, κάποτε έρχεται αδυσώπητη η πραγματικότητα να μας διαψεύσει.
Έρχεται να γκρεμίσει μαζί με τις ελπίδες μας και την πίστη μας σε κάτι καλό, σε κάτι αληθινό, σε κάτι που αποτελεί πραγματικό στήριγμα.
Τελικά, το παιδί μας έχει φύγει. Δεν το έχουμε κοντά μας.
Μας λείπει το αντίκρυσμα του βλέμματός του, μας πληγώνει η απουσία της μυρωδιάς του, της υφής του.
Η αδυναμία να το χαϊδέψουμε, να το φιλήσουμε, να το σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να τρίψουμε το πρόσωπό μας στο δικό του, μοιάζει σαν εμπειρία δικού μας πλέο θανάτου.
Δεν θέλουμε να ζούμε.
Η έλλειψη της φωνής, του χαμόγελου, της έκφρασης του προσώπου, του σκέρτσου του ξεσκίζει το μέσα μας.
Το κενό του δεν αναπληρώνεται.
Δεν μας το γεμίζουν ούτε τα άλλα ενδεχόμενως παιδιά μας, που ούτε τα καημένα θα φταίνε ούτε ασφαλώς θα τα αγαπούμε λιγότρο.
Το κάθε παιδί είναι αναντικατάστατο και κατέχει το πλήρωμα της αγάπης και των ευγενέστερων αισθημάτων μας,
Έρχονται πολλοί, με πολλή αγάπη να μας συμπαρασταθούν και σοφίζονται μύρια όσια επιχειρήματα, προκειμένου να γυρίσουν το μυαλό και τη σκέψη μας ξανά στη ζωή, σε όλα τα υπόλοιπα, να ρίξουν λίγο φως στο αδιαπέραστο σκοτάδι μας.
Τους ευγνωμονούμε όλους για τη αγάπη, το ενδιαφέρον, τη συμπαράσταση, αλλά το φορτίο μας ίσως να γίνεται και βαρύτερο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν ακουμπά θεραπευτικά το δράμα μας.
Κάτι άλλο έχουμε ανάγκη.
Έχει αλλάξει όλος ο κόσμος μας.
Από κάπου προσδοκούμε λίγη ελπίδα, ένα μικρό στήριγμα, κάπως να γαντζωθούμε.
Παλινδρομούμε ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις και την αλήθεια.
Κάποιοι αποκαλούν το παιδί μα αγγελούδι.
Το έλεγαν και όταν ήταν στη ζωή, θέλοντας να περιγράψουν τη γλύκα της παρουσίας του και την τρυφερότητα της ομορφιάς του.
Τώρα όμως το λένε διαφορετικά.
Μήπως το αποκαλούν έτσι για να παρηγορηθούν οι ίδιοι; μήπως για να στηρίξουν εμάς ;
Ή μήπως εξυπονοώντας πως ζει χωρίς να φαίνεται, όπως οι άγγελοι;
Ότι μας βλέπει και κοινωνεί μυστικά μαζί μας;
Ότι η σχέση του τώρα είναι πιο συγγενική με το Θεό παρά με την παχύτητα της ανθρώπινης φύσης; Ότι άφησε το ρούχο της χρονικότητος και φόρεσε αυτό της αιωνιότητας;
Ότι ξέφυγε από τα δεσμά της φθοράς και ζεί πλέον σε κόσμο «ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος;;»
Μας λένε ότι βρίσκεται κοντά στο Θεό.
Πού το ξέρουν;
Το γνωρίζουν ;
Το αισθάνονται ;
Η μήπως το φαντάζονται ή έτσι το λένε για να μας παρηγορήσουν ;
Τι τελικά συμβαίνει ;
Ποιά είναι η αλήθεια ;
Πόσο θα θέλαμε να αισθανθούμε το παιδί μας ότι ζει, ότι βρίσκεται σε κατάσταση απέιρως καλύτερη από αυτήν που ζούσε κοντά μας, ότι κάπως επικοινωνεί μαζί μας, μας ακούει, μας βλέπει, μας παρακολουθεί!
Ίσως η σχέση του μαζί μας να είναι πιο δυνατή από πρώτα, ίσως να είνα πιο κοντά μας από πριν. Όντως να έχει ησυχάσει, να έχει αναπαυθεί.
Η αγάπη μας μαζί του να ήταν δυνατή αλλά ανθρώπινη, με όρια, με τέλος.
Τώρα η σχέση μας να είναι μυστική.
Ο σύνδεσμος μαζί του να μας ξανοίγει σε κόσμους που, μόνο αν προσεγγίσουμε πνευματικά, θα μπορούσαμε να ξανασυναντήσουμε το λατρευτό μας παιδί, αν και «εν ετέρα μορφή». Όχι όπως το ξέραμε, αλλά όπως τώρα είναι, δίχως φθορά, δίχως αρρώστια, δίχως κίνδυνο να μας φύγει, να το χάσουμε.
__ç$$$ç
_$$$$$$$_####____####
__*$$$$$$* ####__#####
____*$$$$*$$$$$########
____$$$$$ $$$$$$$########
_____$$$$*$$$$$$$$#######
____$$$$$*$$$$_$$$#######
____$$$$$*$$$$##$$$######
_____$$$$*$$$$_##$$######
_____$$$$*$$$$$__$$######
____$_$$$*$$$$$$_$$_#####
__$$__$$$ * $$$$$$_$$$_####
_____$$$$*$$$$$__$$$_####
_____$$$$*$$$$___$$__####
_____$$$$*$$$$_______###
_____$$$$$$$$________##
______$$$$$$_________#
_______$$$$$$__________
_______$$$$$$$________
_______$$$$$$$$________
_______$$$$_$$$$_______
_______$$$$_$$$$_______
_______$$$___$$$_______
0 Σχόλια