Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Από πού προήλθε η φράση

Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο κνησμός, η φαγούρα δηλαδή του σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών.
Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή παλάμη του, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στην μύτη.

Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αυτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω διάλυσε το συμβούλιο και ακύρωσε την εκστρατεία.
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακομη ότι τα παιδιά που αισθάνονται φαγούρα στα μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε "η φράση η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας".

Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες
Ένα από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, χτύπησε αλύπητα όλους τους μάγκες, τα κουτσαβάκια της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι που είχε και που έκοβε τα μανίκια των σακακιών, που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι κουτσαβάκηδες, τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα τσουλούφια των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν.
Αυτοί όμως ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν Τα σίδερα της φυλακής, είναι για τους λεβέντες. Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.

Σ' αγαπάει η πεθερά σου
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα φαγητού.

Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον αγαπάει η πεθερά του.

Τα έβγαλε στη φόρα - Του τα έβγαλε στη φόρα
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά.
Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο.

<<Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κ.ά.>>

Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά, για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του.
Δηλαδή, του τα έβγαλε στη φόρα, όπως κατάντησε να λέγεται τότε.

Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.

Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα πίστευαν πια. Όταν λοιπόν, πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν :
ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.

Σπαγκοραμμένος
Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός.

Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.

Σαββατογεννημένος
Δεν είναι μόνο οι παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως.
Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία <<Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα>>, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.

Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος", επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννιόνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλα ποτέ δεν τους πειράζουν. 

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια