Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Τζένη Καρέζη 1932-1992 ηθοποιός

Γέννηση: 12 Ιανουαρίου 1932, Αθήνα
Απεβίωσε: 27 Ιουλίου 1992, Αθήνα
Εγγόνι: Τζένη Καζάκου
Σύζυγος: Κώστας Καζάκος (νύμφ. 1968–1992), Ζάχος Χατζηφωτίου (νύμφ. 1962–1964)
Παιδιά: Κωνσταντίνος Καζάκος
Η άγνωστη βιογραφία της Καρέζη ΕΔΩ
Η Τζένη Καρέζη (ως Ευγενία Καρπούζη) ήταν μία από τις δημοφιλέστερες Ελληνίδες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Τζένη Καρέζη: τι αποκάλυψε η γιατρός της εδώ

Βιογραφία
Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Καρπούζης, ήταν γυμνασιάρχης και μαθηματικός με καταγωγή από το Μεσολόγγι και η μητέρα της, Θεώνη Καρπούζη (το γένος Λάφη), δασκάλα. Πέρασε τα σχολικά της χρόνια πρώτα στην Θεσσαλονίκη, εσωτερική στην ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών «Καλαμαρί», και κατόπιν στην Αθήνα, στην Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Ιωσήφ».
Ούσα μαθήτρια, έπαιξε στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, στο θέατρο Rex σε μια παράσταση των τελειοφοίτων της Σχολής. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου πρωταγωνίστησε για τέσσερις δεκαετίες στο ελληνικό θέατρο και κινηματογράφο.
Καριέρα
1951-1954: Τα χρόνια της σχολής
Η Τζένη Καρέζη, παρά την αρνητική στάση του πατέρα της, κατάφερε και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1951. Δάσκαλοι της ήταν οι: Δημήτρης Ροντήρης (ο οποίος ήταν και διευθυντής του Εθνικού), Άγγελος Τερζάκης, Γιώργος Παππάς, Έλεν Τσουκαλά, Κωστής Μιχαηλίδης, Πέλος Κατσέλης κ.α.
Συμμαθητές της ήταν μεταξύ άλλων οι: Ρίκα Διαλυνά, ο Πέτρος Λοχαϊτης, Κώστας Κοκκάκης, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ. Αποφοίτησε από την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1954, με άριστα.
1955-1972: Η καθιέρωση
Τον Οκτώβριο του 1954 κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο, στο έργο «Ωραία Ελένη», δίπλα στην Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Την ίδια χρονιά παίζει στο πλάι της Κατίνας Παξινού, στο έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Το 1955 εμφανίζεται στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, σαν πρωταγωνίστρια μάλιστα, στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Η ταινία θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία, κάτι που θα δώσει το έναυσμα να γυριστεί και η συνέχεια με της, με το Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο το 1957. Η ταινία αυτή, θα αποτελέσει το πρώτο σίκουελ στον Ελληνικό κινηματογράφο.
Στο Εθνικό θέατρο θα μείνει μέχρι το 1959. Από το 1960 θα στραφεί στο ελεύθερο θέατρο, συγκροτώντας θιάσους με όλα σχεδόν τα διάσημα ονόματα του ελληνικού θεάτρου όπως, ο Κώστας Μουσούρης. Παράλληλα με την εμπορική άνθιση του Ελληνικού κινηματογράφου, η Τζένη Καρέζη καθιερώνεται ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ της Ελλάδας. Ο Τύπος της εποχής θα την χρήσει ως «το αντίπαλο δέος» της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη της Καρέζη βρισκόταν πάντα στο θέατρο, ενώ αντίθετα της Αλίκης, στον κινηματογράφο.
Στον κινηματογράφο γύρισε συνολικά 33 ταινίες. Το 1958 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Γιώργου Α. Ζερβού, «Η λίμνη των πόθων» η οποία διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κορκ στην Ιρλανδία, παίρνοντας το αργυρό μετάλλιο. Την επόμενη χρονιά έπαιξε στην ταινία «Το νησί των γενναίων», στο οποίο ερμήνευσε αξέχαστα το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό». Το 1960 μετέφερε την μεγάλη της θεατρική επιτυχία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη, με τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Ντίνο Ηλιόπουλο.
Το 1963 ήταν μια χρονιά σταθμός για την κινηματογραφική της καριέρα. Πρωταγωνίστησε στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια». Η ταινία έλαβε μέρος στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, και υπήρξε υποψήφια για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας κατά 36η απονομή το 1964. Η τεράστια επιτυχία της ταινίας, έκανε τον Φιλοποίμην Φίνο να την εντάξει στην εταιρία του Φίνος Φίλμ, ως αδιαμφισβήτητη σταρ. Με την επιστροφή της Τζένης στην Φίνος Φιλμ γύρισε τις δραματικές ταινίες «Λόλα» και «Ένας μεγάλος έρωτας» και την κλασική πλέον κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής». Την περίοδο 1965 - 1966, γύρισε τις δυο μεγαλύτερες κινηματογραφικές της επιτυχίες «Μια τρελή τρελή οικογένεια» και «Τζένη Τζένη» οι οποίες εκτόξευσαν την δημοτικότητα της στα ύψη.
Το 1966 γύρισε την μοναδική ξενόγλωσση ταινία της «Μια σφαίρα στην καρδιά», ελληνογαλλικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία Ζαν Ντανιέλ Πολέ και με μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία αποδείχθηκε εμπορική αποτυχία, όπως και η επόμενη ταινία της, το «Εκείνος και Εκείνη» της Φίνος Φιλμ.
Το 1967 συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με τον Κώστα Καζάκο στο πολεμικό δράμα «Κοντσέρτο για πολυβόλα». Η ταινία είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία κόβοντας συνολικά 427.698 εισιτήρια. Το 1972 γύρισε την ταινία «Ερωτική συμφωνία», σε σενάριο δικό της και σκηνοθεσία Κώστα Καζάκου. Η «Λυσιστράτη» ήταν η τελευταία κινηματογραφική ταινία της.
Σε όλη την δεκαετία του 60, θεατρικά η Καρέζη σημείωσε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, παίζοντας συνήθως μπουλβάρ όπως το «Μαίρη Μαίρη», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Ένας Ιππότης για την Βασούλα», «Η Κυρία δε με Μέλει» κ.α . Από το 1968 με την θεατρική επιτυχία «Θεοδώρα η Μεγάλη», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή, θα συνεργαστεί αποκλειστικά με τον ηθοποιό και σύζυγό της Κώστα Καζάκο.
1973-1975: Πολιτικό θέατρο
Η Τζένη Καρέζη το 1973, συμμετείχε στο «Μεγάλο μας τσίρκο» με κείμενα του Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία του Κώστα Καζάκου. Μαζί της έπαιξαν ο Κώστας Καζάκος, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και ο Χρήστος Καλαβρούζος. Τη μουσική έγραψε ο Σταύρος Ξαρχάκος και τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης ενώ τα σκηνικά είχε επιμεληθεί ο Ευγένιος Σπαθάρης. Η παράσταση σημειώνει θριαμβευτική επιτυχία, κόβοντας περί τα 550.000 εισιτήρια, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Το «Μεγάλο μας τσίρκο» πέρα από την τεράστια επιτυχία του, ήταν μια παράσταση με έντονα πολιτικά μηνύματα κατά της Χούντας των συνταγματαρχών γεγονός που οδήγησε την ίδια και τον Καζάκο στη φυλακή.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, ανέβασε το «Μεγάλο μας τσίρκο Νο2», όπου οι εισπράξεις του έργου κατατέθηκαν υπέρ της Κύπρου και το 1975 ανέβασε το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο εχθρός λαός».
1976-1992: Οι μεγάλοι ρόλοι
Το 1982 η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο ανεβάζουν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν. Η παράσταση σπάει ταμεία και η ερμηνεία της Καρέζη αποθεώνεται από τους κριτικούς. Ενδεικτικά για την ερμηνεία της στον ρόλο της Μάρθας έγραψαν:
«Η Τζένη Καρέζη ήταν ένα τέλειο ηχείο του ρόλου της. Αυτού του ανείπωτου ρόλου-ανέμου που διαπερνούσε όλες τις κλίμακες μιας μουσικής τραγωδίας. Από τους αργούς ρυθμούς του αναφιλητού μέχρι την τρομαχτική αναταραχή ενός άγριου κρεσέντο. Η Μάρθα της βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του στροβίλου, πότε τελεσίδικα επιθετική, άλλοτε αποκρουστικά μαινόμενη και μόνιμα τραγικά εύθραυστη. Θα τη χαρακτηρίζαμε σαν μια ηθοποιό που ανταποκρίθηκε στο ρόλο της με υποδειγματική αφοσίωση». (Η Αυγή,1982).
«Η Καρέζη παίζει με κάθε ίνα της και κάθε κύτταρο της, ιδιαίτερα όμως στον εξορκισμό φτάνει σε στιγμές σπάνιας υποκριτικής. Εκεί η κριτική αφοπλίζεται και το μόνο για το οποίο μακαρίζεις τον εαυτό σου είναι πως ευτύχησες να είσαι παρών». (Τα Νέα, 1982).
Το 1985 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο σε αρχαία τραγωδία, την Μήδεια του Ευριπίδη στο Ηρώδειο. Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σημειώνει σχετικά με την Μήδεια: «Η Τζένη Καρέζη κέρδισε με το σπαθί της τη θέση της στων τραγικών μεγεθών την πόλιν. Έχω πολλά χρόνια να δω ηθοποιό σε τραγωδία με τέτοια συναισθηματική πληρότητα. Ήταν από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή γεμάτη, παλλόμενη, άνετη και πλαστική. Ρυθμικά και μουσικά σωστά κουρδισμένη. Δεν υπήρχε κενό στην ερμηνεία της. Οι ήσσονες καταστάσεις της ήταν λίγες και είχαν σχέση με τη σκηνοθετική γραμμή. Εννοώ κάποιες ρομαντικές νότες και κάποιες συμβολικές κινήσεις». (Τα Νέα, 1985).
Το 1988 ανέβασε το κλασσικό έργο του Άντον Τσέχοφ ο Βυσσινόκηπος με τεράστια επιτυχία. Ο Τάσος Λιγνάδης έγραψε για την ερμηνεία της:
«Αν δεχτούμε ότι η Λιούμποβα είναι ρόλος ιλαροτραγικής διπλότητας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κα. Τζένη Καρέζη ευνόησε κατά προτίμηση τη δραματική πλευρά. Και ομολογουμένως η υποκριτική της εύνοια έδωσε ισχυρά τεκμήρια ευαισθησίας και πάθους στη μια ψυχική όψη, αφήνοντας ασχολίαστη την άλλη». (Η Καθημερινή,1988).
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ανέφερε μεταξύ άλλων «Η Καρέζη έπαιξε την Λιούμποβα επιθετικά και σύνθετα. Η γνωστή άποψη για τη λυρική και φευγάτη Λιούμποβα απορρίφθηκε ως μονοσήμαντη. Η αφέλεια της έγινε στην Καρέζη καλύπτρα, η απογείωση της άλλοθι. Βγήκε στην επιφάνεια ο κρυφός σπαραγμός και μια θεατρική πόζα, πρόσχημα για να σκεπαστεί ο σπαραγμός του χρόνου». (Τα Νέα,1988).
Το 1990, πρωταγωνιστεί στην τελευταία της παράσταση, στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, «Διαμάντια και μπλουζ». Η παράσταση σημειώνει μεγάλη επιτυχία, τόσο καλλιτεχνική όσο και εμπορική. Αποτέλεσε το καλύτερο κύκνειο άσμα, μια μεγάλης πρωταγωνίστριας. Η Ροζίτα Σώκου έγραψε για την ερμηνεία της:

«Η Καρέζη δεν αφήνει αναπνοή, λέξη, παύση, βλέμμα, χαμόγελο πικρό ή χαμόγελο γλυκό, ανεκμετάλλευτα. Όλη η γκάμα των αμέτρητων εκφράσεων που μπορεί να πάρει το πρόσωπο, τα μάτια, το στόμα μιας ηθοποιού, όλα τα έχει ρίξει στην υπηρεσία του ρόλου του δικού της σε σημείο που να προκαλεί τρόμο.» (Απογευματινή,1990).
Πολιτική
Η πολιτικοποίηση της Τζένης Καρέζη φαίνεται να ξεκινάει, έστω και ακόμα χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, από την θεατρική παράσταση «Βίβα Ασπασία» (1966) του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Παρά την αρχική κοσμοπλημμύρα των θεατών, οι οποίοι αποθέωναν τους συντελεστές, ξεκίνησε μια συντονισμένη επίθεση από κριτικούς της εποχής, χαρακτηρίζοντας το έργο ως «επαίσχυντη ύβρις προς την εθνική αντίσταση!» Το κοινό διαβάζοντας τις κριτικές τρόμαξε, φοβούμενο ότι στηρίζει ένα «εθνικό αμάρτημα»! Οι επιστολές συμπαράστασης από προοδευτικούς πολιτικούς, συγγραφείς και καλλιτέχνες, δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την δυσφήμηση του έργου. Η «Βίβα Ασπασία» κατέβηκε άρον - άρον. Η Καρέζη συνειδητοποιεί για πρώτη φορά, ότι το θέατρο και η πολιτική δεν είναι χώροι άσχετοι μεταξύ τους.
Στη συνέχεια, λόγω των ιστορικών πολιτικών γεγονότων και κυρίως μετά τον γάμο της με τον Κώστα Καζάκο, η Τζένη Καρέζη αποκτά έντονη πολιτική συνείδηση, με δράση και συμμετοχή στα κοινά.
Ήταν στρατευμένη στο κομμουνιστικό κίνημα συμμετέχοντας σε πολλές πορείες ειρήνης. Στα χρόνια της Χούντας συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Το 1973 ανεβάζει μαζί με τον σύζυγό της Κώστα Καζάκο, το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας τσίρκο». Ήταν μια επιθυμία του ζευγαριού να μιλήσουν με κάποιο τρόπο ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς, που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα. Το έργο μπόρεσε να περάσει μέσα από την επιτροπή λογοκρισίας, δίνοντας το έργο στους υπεύθυνους με μπερδεμένες τις σκηνές του έργου, ώστε να μην βγαίνει κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Η επιτροπή λογοκρισίας έδωσε την έγκριση και το έργο έκανε πρεμιέρα στις 22/6/1973 στο θέατρο Αθήναιον απέναντι από το Πολυτεχνείο. Η μεγάλη προσέλευση θεατών και φοιτητών προκάλεσε το ενδιαφέρον των αστυνομικών αρχών. Έτσι διαπίστωσαν ότι ενέκριναν στην πραγματικότητα ένα αντικαθεστωτικό έργο. Σύντομα οι Καρέζη, Καζάκος, Καμπανέλλης και άλλοι συντελεστές καλούνταν όλο και συχνότερα από τους ανακριτές ώστε να δώσουν εξηγήσεις. Με τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και την υιοθέτηση των συνθημάτων της παράστασης από τους φοιτητές («Ψωμί - Παιδία -Ελευθερία», Φωνή Λαού - Οργή Θεού) η Καρέζη συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Ν. Φιλαδέλφειας όπου και κρατήθηκε στην απομόνωση από 22/11/1973 έως 15/12/1973.
Αμέσως μετά την πτώση της χούντας, η Καρέζη συμμετείχε στη μεγάλη εκδήλωση συμπαράστασης για την Κύπρο, στο Παναθηναϊκό Στάδιο (24/9/1974). Επίσης, συμμετείχε στην Δημοκρατική Αντιμοναρχική Ένωση, κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος για το πολίτευμα. Λόγω της πολιτικής της δράσης, θεωρήθηκε «κομμένη» από την ΥΕΝΕΔ, όπως το 1975 που κόπηκε η ταινία «Δεσποινίς Διευθυντής» (2/1975).
Προσωπική ζωή
Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον δημοσιογράφο Ζάχο Χατζηφωτίου (1962-1964). Ο Γάμος τους έγινε στις 7 Μαΐου του 1962, στην Κρύπτη Αγίας Φιλοθέης με κουμπάρα την Μάγια Καλλιγά ενώ, το γαμήλιο πάρτι δόθηκε στο ξενοδοχείο «Auberge» στη Βαρυμπόμπη. Η νύφη φορούσε νυφική δημιουργία του Έλληνα σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα, με τον οποίο διατηρούσε φιλική και επαγγελματική σχέση. Το ταξίδι του μέλιτος έγινε στο Παρίσι.
Ο γάμος τους δεν είχε μακρά διάρκεια, καθώς όπως υποστηρίζει ο Ζάχος Χατζηφωτίου, είχαν μεγάλη διαφορά στον τρόπο ζωής τους. Από τη μία τα συχνά επαγγελματικά ταξίδια του Χατζηφωτίου και από την άλλη οι επαγγελματικές υποχρεώσεις της Καρέζη δημιούργησαν απόσταση στο ζευγάρι που οδήγησε στο διαζύγιο.
Το 1967 κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, παραγωγής Φίνος Φιλμ, γνωρίζεται και ερωτεύεται με τον συμπρωταγωνιστή της Κώστα Καζάκο. Η σχέση θα επισημοποιηθεί στις 5 Αυγούστου του 1968, όπου και πραγματοποιείται ο γάμος τους, παρουσία λίγων και αγαπημένων ανθρώπων τους. Η ζωή της αλλάζει και ανοίγει μπροστά της ένα νέο κεφάλαιο, που θα την κάνει να νιώθει σύμφωνα και με δικές της δηλώσεις ολοκληρωμένη. Τον επόμενο χρόνο (25/4/1969) η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος απέκτησαν ένα γιο, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο. Η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, παρέμειναν μαζί ως τον πρόωρο θάνατο της, το 1992.
Θάνατος
Την περίοδο 1988-1989 παίζει στον «Βυσσινόκηπο» του Αντόν Τσέχωφ. Τον Μάρτιο του 1989 η παράσταση θα διακοπεί και θα ταξιδέψει για εξετάσεις στο Λονδίνο. Εκεί διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο της μήτρας. Η Καρέζη όμως δίνει ακόμα μια παράσταση, το «Διαμάντια και Μπλουζ», την περίοδο 1990-1991. Έκτοτε, η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε αρκετά. Τις τελευταίες μέρες της ζωής της, η κατάσταση της υγείας της χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο.
Απεβίωσε στις 26 Ιουλίου 1992, μετά από τριετή μάχη με τον καρκίνο. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών. Στις 29 Ιουλίου έγινε η κηδεία στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αθηνών και η ταφή της πραγματοποιήθηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Λίγους μήνες πριν το θάνατό της είχε συγγράψει την αυτοβιογραφία της που εκδόθηκε ένα χρόνο μετά τον θάνατό της, υπό τον τίτλο «Τετράδια Ζωής».
Τον Σεπτέμβριο του 1992 ιδρύθηκε η Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρία «Ίδρυμα Τζένη Καρέζη», στόχος της οποίας είναι η Ανακουφιστική Φροντίδα για καρκινοπαθείς καθώς και για ασθενείς με άλλες χρόνιες νόσους. Ιδρυτικά μέλη της ήταν μεταξύ άλλων ο Κώστας Καζάκος, η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Νίκος Κούρκουλος, η Νόνικα Γαληνέα και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια