Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Μία ανάρτηση αυτοπαιδείας & αυτοβελτιώσεως


ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ [ΓΙ' ΑΥΤΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ;] ---- Η ανάρτηση αυτή, με ρήματα ---- Με αγάπη προς τη νεολαία μας - Μία ανάρτηση αυτοπαιδείας & αυτοβελτιώσεως
- A -
«ἄγαμαι», «ἀγαπάω / ἀγαπῶ», «ἀγγέλλω - ἀγγέλλομαι», «ἀγείρω», «ἄγω - ἄγομαι», «ἀγωνίζομαι», «ἀδικέω / ἀδικῶ», «ᾄδω - ᾄδομαι», «αἰδέομαι / αἰδοῦμαι», «αἰνέω-ῶ», «αἴρω - αἴρομαι», «αἱρῶ - αἱροῦμαι - ἁλίσκομαι», «αἰσθάνομαι», «αἰσχύνω», «αἰτέω / αἰτῶ», «αἰτιάομαι / αἰτιῶμαι», «ἀκέομαι / ἀκοῦμαι», «ἀκολουθέω- ἀκολουθῶ», «ἀκούω - ἀκούομαι», «ἀλλάττω / ἀλλάσσω», «ἁμαρτάνω», «ἀνοίγω», «ἀνύω & ἀνύτω», «ἀπεχθάνομαι», «ἀπόλλυμι / ἀπολλύω», «ἀρέσκω», «ἀρκέω / ἀρκῶ», «ἄρχω - ἄρχομαι», «ἀσκέω-ῶ / ἀσκοῦμαι», «αὔξω - αὐξάνω», «ἀφικνέομαι / ἀφικνοῦμαι», «ἄχθομαι»
- Β -
«βαίνω - βαίνομαι», «βάλλω - βάλλομαι», «βιβάζω», «βλάπτω», «βλαστάνω», «βλώσκω», «βουλεύω - βουλεύομαι», «βούλομαι»
- Γ -
«γελάω / γελῶ», «γεύω», «γίγνομαι», «γιγνώσκω - γιγνώσκομαι», «γηράσκω», «γράφω - γράφομαι»
- Δ -
«δάκνω», «δέδοικα», «δείκνυμι - δείκνυμαι», «δέχομαι», «δέω», «δηλόω / δηλῶ - δηλόομαι / δηλοῦμαι», «δῃόω / δῃῶ», «διαλέγομαι», «διδάσκω - διδάσκομαι», «δίδωμι - δίδομαι», «δοκέω / δοκῶ», «δράω / δρῶ», «δύναμαι»
- Ε -
«ἐάω - ἐῶ», «ἐγείρω», «ἐθέλω & θέλω», εἰμί (=είμαι), ἔρχομαι/εἶμι, ἵημι (= ρίχνω), «ἐλαύνω», «ἕλκω», «ἐπιλανθάνομαι», «ἐπιμέλομαι & ἐπιμελοῦμαι», «ἐπίσταμαι», «ἕπομαι», «ἐρωτάω / ἐρωτῶ», «ἐσθίω», «εὐεργετέω / εὐεργετῶ», «εὑρίσκω», «ἔχω - ἔχομαι», «ἕψω»
- Ζ -
«ζεύγνυμι», «ζῶ», «ζώννυμι»
- Η -
ἡγοῦμαι, «ἥδομαι»
- Θ -
«θαυμάζω / θαυμάζομαι», «θεραπεύω», «θέω», «θηράω / θηρῶ», «θλίβω», «θνῄσκω / ἀποθνῄσκω»
- Ι -
«ἰάομαι / ἰῶμαι», «ἱλάσκομαι», «ἵστημι - ἵσταμαι», «ἰσχύω»
- Κ -
«καθεύδω», «κάθημαι», «καίω & κάω», «κατάγνυμι», «καλέω / καλῶ - καλοῦμαι», «καλύπτω», «κάμνω», «κατασκευάζω», «κεῖμαι», «κελεύω - κελεύομαι», «κεράννυμι & κεραννύω», «κηρύττω / κηρύσσω», «κινέω-ῶ», «κλαίω & κλάω», «κλείω (κλῄω)», «κλέπτω», «κολάζω», «κομίζω - κομίζομαι», «κοσμέω-ῶ», «κρατέω / κρατῶ - κρατοῦμαι», «κρεμάννυμι», «κρίνω», «κρούω», «κρύπτω», «κτάωμαι / κτῶμαι», «κυκλόω / κυκλῶ», «κυριεύω»
- Λ -
«λαγχάνω - λαγχάνομαι», «λαμβάνω», «λανθάνω», «λέγω - λέγομαι», «λείπω - λείπομαι», «λύω»
- Μ -
«μανθάνω», «μάχομαι», «μείγνυμι & μειγνύω», «μέλλω», «μένω», «μηνύω», «μιμνήσκω»
- Ν -
«νέμω - νέμομαι», «νέω», «νικάω / νικῶ», «νομίζω - νομίζομαι», «νουθετέω-ῶ»
- Ο -
«οἶδα», «οἰκέω / οἰκῶ - οἰκοῦμαι», «οἰκίζω», «οἰμώζω», «οἴομαι / οἶμαι», «οἴχομαι», «ὄμνυμι», «ὀνίνημι», «ὁράω / ὁρῶ», «ὀφλισκάνω»
- Π -
«παιδεύω», «παίω», «παρασκευάζω - παρασκευάζομαι», «πάσχω», «παύω - παύομαι», «πείθω - πείθομαι», «πεινήω / πεινῶ», «πέμπω - πέμπομαι», «πετάννυμι», «πήγνυμι», «πίμπλημι», «πίμπρημι / ἐμπίπρημι», «πίνω», «πίπτω», «πλέω», «πληρόω / πληρῶ», «πλήττω», «πνέω», «ποιέω / ποιῶ - ποιοῦμαι», «πράττω - πράττομαι», «πρεσβεύω», «πταίω», «πυνθάνομαι», «πωλέω - πωλῶ»
- Ρ -
«ῥέω», «ῥήγνυμι», «ῥιγώω / ῥιγῶ», «ῥώννυμι»
- Σ -
«σβέννυμι», «σείω», «σημαίνω - σημαίνομαι», «σήπω», «σκοπέω / σκοπῶ - σκοποῦμαι», «σπάω / σπῶ», «σπένδω», «στρέφω», «στρώννυμι», «συλλέγω», «σῴζω»
- Τ -
«τάττω - τάττομαι», «τείνω», «τελέω - τελῶ», «τέμνω», «τήκω», «τίθημι», «τίκτω», «τιμάω / τιμῶ», «τίνω», «τιτρώσκω», «τρέπω», «τρέφω», «τρέχω», «τυγχάνω»
- Υ -
«ὑπηρετέω / ὑπηρετῶ - ὑπηρετοῦμαι», «ὑπισχνέομαι / ὑπισχνοῦμαι»
- Φ -
«φαίνω - φαίνομαι», «φείδομαι», «φέρω», «φεύγω», «φημί», «φθάνω», «φθείρω», «φθονέω-ῶ», «φιλέω / φιλῶ»
- Χ -
«χαλάω / χαλῶ», «χέω», «χρήομαι / χρῶμαι», «χρίω»
- Ψ -
«ψαύω», «ψηφίζω - ψηφίζομαι»
- Ω -
«ὠθέω / ὠθῶ - ὠθοῦμαι», «ὠνέομαι / ὠνοῦμαι», «ὠφελέω / ὠφελῶ»

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια