Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος 1815-1891 ιστορικός

Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1815 – 14 Απριλίου 1891) ήταν Έλληνας ιστορικός που χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας. Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, αφού καθιέρωσε στην διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού που δεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας. 

Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, τραπεζίτη από τη Βυτίνα και προκρίτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολη, και της Ταρσίας Νικοκλή.
Με την έκρηξη της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι θανάτωσαν τον πατέρα του, τον αδερφό του Μιχαήλ, τον θείο του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο και τον γαμπρό του πατέρα του, Δημήτριο Σκαναβή), ενώ δήμευσαν και ολόκληρη την περιουσία του. Ύστερα από αυτά τα τραγικά γεγονότα η μητέρα του, Ταρσία Νικοκλή, κατέφυγε στην Οδησσό μαζί με τα οκτώ παιδιά της.
Εκεί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σπούδασε ως υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό Λύκειο «Ρισελιέ» μέχρι το 1830, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο. Ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα στην κεντρική σχολή της Αίγινας με δάσκαλο τον Γεώργιο Γεννάδιο, αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει. Παρ' όλο που γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά) και μελετούσε πολύ, δεν ολοκλήρωσε ποτέ καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, γεγονός που έγινε αιτία να μη διοριστεί στο Πανεπιστήμιο.
Βαθύτερη αιτία του αποκλεισμού του ήταν ότι ήταν "ετερόχθων", δηλ. από επαρχίες που δε συμπεριλήφθηκαν στο νεοπαγές ελληνικό κράτος. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είχε υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τον διορισμό στο Δημόσιο αποκλειστικά των αυτοχθόνων, μόνον όσων προέρχονταν δηλαδή από τις απελευθερωμένες περιοχές. «Αν δεν φάγομεν εμείς ας πάει κατά διαβόλου η ελευθερία» φέρεται να είπε σε συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Επαγγελματική σταδιοδρομία
Το 1833 διορίστηκε υπάλληλος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, φτάνοντας στο βαθμό του διευθυντή. 
Το 1845 απολύθηκε από το υπουργείο σύμφωνα με το ψήφισμα της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης σχετικά με τους ετερόχθονες. Το ίδιο έτος διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών, ύστερα από την δυσμενή μετάθεση του Γ. Γ. Παππαδόπουλου, με τον οποίο είχε στο παρελθόν δημόσιες διαφωνίες για ιστορικά θέματα. 
Το 1848 απορρίφθηκε η αίτησή του για να προσληφθεί ως υφηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο, λόγω έλλειψης πανεπιστημιακού πτυχίου και διδακτορικού.
Το πανεπιστήμιο του Μονάχου τον ανακήρυξε διδάκτορα in absentia, στις 10 Δεκεμβρίου του 1849 όταν ο Παπαρρηγόπουλος υπέγραψε ένα υπόμνημα, γραμμένο στα λατινικά, προς τη Φιλοσοφική Σχολή του Μονάχου, και ο Κωνσταντίνος Σχινάς το διαβίβασε στις 19 Ιανουαρίου του 1850. Στις 22 του ίδιου του μήνα του παρείχε το σχετικό δίπλωμα.
Τον Μάρτιο του 1850 υποβάλλεται στη διαδικασία του δοκιμαστικού μαθήματος στη Νομική Σχολή χωρίς όμως να διορισθεί σε αυτή.
Έγινε καθηγητής της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή, στη θέση του Κωνσταντίνου Σχινά, όπου θα δίδασκε «την από των αρχαιοτέρων μέχρι των σημερινών χρόνων τύχην του ελληνικού έθνους». Ορίστηκε έκτακτος καθηγητής στις 6 Μαρτίου 1851.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1856 προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Το ακαδημαϊκό έτος 1861-1862 διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1870 και 1871 διεκδίκησε την πρυτανεία χωρίς επιτυχία, τελικά όμως το 1872 κατάφερε να εκλεγεί πρύτανης.
Το 1875 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Οδησσού, ενώ το 1881 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας.
Μέχρι το 1864 συμμετείχε κάθε χρόνο στην κριτική επιτροπή των Ποιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις χρονιές 1858 και 1859 συνέταξε και την εισηγητική έκθεση της επιτροπής.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξελέγη επίτιμος πρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».
Το 1869 ίδρυσε μαζί με πληθώρα άλλων λογίων τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Τιμήθηκε για το έργο του από τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, ενώ υπήρξε και δάσκαλος των βασιλοπαίδων. 

Οικογένεια
Το 1841 νυμφεύθηκε την Μαρία Αφθονίδη, κόρη του Γεωργίου Αφθονίδη, αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τον Δημήτριο (1843), ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, την Αγλαΐα (1849) και την Ελένη (1854).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είχε την ατυχία να βιώσει τον θάνατο του γιου του, Δημητρίου (1873), καθώς και τον θάνατο της κόρης του, Ελένης και της γυναίκας του (1890), αλλά και του αδελφού του, του Πέτρου, (1891).

Απεβίωσε στις 14 Απριλίου/26 Απριλίου 1891 στην Αθήνα.
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
Επιστημονικό έργο
Το 1843 πρωτοεμφανίστηκε με μια διατριβή «Περὶ τῆς ἐποικήσεως σλαβικῶν τινῶν φυλῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον», καταδεικνύοντας τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα (1841) είχε μεταφράσει το έργο « Le Centaure » του M. De Guerin, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευρωπαϊκός Ερανιστής».
Το 1844 δημοσιεύει μια πραγματεία σχετικά με την άλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, «Το τελευταίον έτος της ελληνικής ελευθερίας», ενώ το 1846 συντάσσει ένα «Επίτομον Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης» και συνεργάζεται στη σύνταξη μιας γαλλικής μεθόδου.
Το 1849 δημοσίευσε το «Εγχειρίδιον Γενικής Ιστορίας» προορισμένο για μαθητές Γυμνασίου.
Το 1853 εξέδωσε την πρώτη, σύντομη, μορφή του έργου του «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων». Το 1860 ξεκίνησε η έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», έργου που τον καθιέρωσε στον επιστημονικό χώρο. Το συγκεκριμένο έργο ήταν χωρισμένο σε 3 τόμους των 15 βιβλίων και η έκδοσή του τέλειωσε το 1876. Μαθητής του ήταν και ο ιστορικός, και μετέπειτα πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος, καθώς και ο Παύλος Καρολίδης.

Ο «μεσαιωνικός ελληνισμός»
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικά την αρχαιότητα με τη νεότερη Ελλάδα μέσω του Βυζαντίου. Τις ίδιες απόψεις είχε υποστηρίξει νωρίτερα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην εισαγωγή του στον τόμο της έκδοσης των δημοτικών τραγουδιών, το 1852, καθώς επίσης και ο Βρετανός Τζορτζ Φίνλεϊ τo 1851 στο "History of Greece, from its Conquest by the Crusaders to its Conquest by the Turks" και ο Γερμανός Γιόχαν Βίλχελμ Τσινκάιζεν.
Ήταν από τους πρώτους εκφραστές της Μεγάλης Ιδέας
Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, ο ελληνισμός δεν έσβησε ολοκληρωτικά με την ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., αλλά συνέχισε να υπάρχει και μάλιστα κατόρθωσε να αναγεννηθεί με τη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά αποτελούσε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας. Διαφώνησε με τον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, ο οποίος στο έργο του «Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα» (1830 και 1836) υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6ο αι. μ.Χ., ύστερα από την κάθοδο σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους.
Επίσης, ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ο πρώτος που μελέτησε αναλυτικά την περίοδο της βασιλείας των Ισαύρων, καθώς και ο πρώτος που αναγνώρισε θετικά στοιχεία στις μεταρρυθμίσεις τους. Κατέκρινε πολλά ιστορικά πρόσωπα για την φιλοτουρκική τους στάση, όπως τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ενώ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ως τον «Έλληνα σοσιαλιστή της ιε΄ εκατονταετηρίδος». Ο κύριος λόγος για τον οποίο απέδιδε μεγάλη σημασία στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν το γεγονός ότι πίστευε πως αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του αρχαίου και του νέου ελληνισμού, καθώς η απόδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους ήταν βασική επιδίωξη του Παπαρρηγόπουλου. Για τον Παπαρρηγόπουλο «(...) Ἑλληνικόν ἔθνος ὀνομάζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ὁμιλοῦσι τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, ὡς ίδίαν αὐτῶν γλώσσαν.»
Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος θεωρούσε σημαντικό το Βυζάντιο ήταν και η επίτευξη της πολιτικής ενότητας των Ελλήνων, που απουσίαζε από την αρχαία Ελλάδα. Στις απόψεις του Παπαρρηγόπουλου για την εθνική ενότητα αναγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και της διδασκαλίας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Σχινά, με τον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος είχε στενή σχέση.

Τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτός που ενέπνευσε τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Στέφανου Δραγούμη, στο να κινηθεί βόρεια, αντιμετωπίζοντας τον σλαβικό κίνδυνο και παραμερίζοντας το Κρητικό Ζήτημα. Οι σχέσεις του εξάλλου με τον Χαρίλαο Τρικούπη ήταν θετικές, μιας και αυτός τον είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη το 1882 για να διευθετήσει εκκλησιαστικά θέματα για την προσαρτημένη γη της Θεσσαλίας.
Ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε επιτελικό στέλεχος της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετατόπιση των απώτατων ορίων των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων από τον Όλυμπο, το Μέτσοβο και τα Κεραύνια όρη προς τον Αίμο, το Σκάρδο και τις εκβολές του Σκούμπιν.
Στους πέντε τόμους και στον Επίλογο της Ιστορίας του, ο οποίος εκδόθηκε το 1876 και μεταφράστηκε στα γαλλικά μεσούσης της κρίσης του Ανατολικού ζητήματος, ο Παπαρρηγόπουλος άρθρωσε ένα σχήμα διάκρισης των ιστορικών «ελληνικών χωρών» σε τρεις ζώνες, από τις οποίες η βορειότερη, ανάμεσα στο Δούναβη και τον Αίμο, ήταν εκσλαβισμένη, στην ευρισκόμενη νοτίως του Ολύμπου και των Κεραυνίων επικρατούσε πλήρως η ελληνική γλώσσα και φυλή, ενώ στην ενδιάμεση ζώνη, στη Μακεδονία, δηλαδή, και τη Θράκη, υπήρχε ισορροπία ελληνικής και βουλγαρικής γλώσσας, αλλά ο ελληνισμός ήταν ο «ηθικός κύριος».
Την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την προσάρτηση της Ηπειροθεσσαλίας το 1879, ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ως προτιμότερη την παράταση της οθωμανικής κυριαρχίας αντί της άρσης του σχίσματος της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που κατά τον ίδιο θα σήμαινε την παραχώρηση του μισού της ενδιάμεσης ζώνης στη Βουλγαρία.
Την περίοδο αυτή έγινε γενικά αποδεκτή ως βόρειο όριο των διεκδικούμενων χωρών η νοητή γραμμή Αχρίδας-Στρώμνιτσας-Νευροκοπίου προκειμένου να οργανωθούν περισσότερο αποτελεσματικά οι ελληνικές διεκδικήσεις.
 Σε απόρρητο υπόμνημά του προς τον ΥπΕξ Αλέξανδρο Κοντοσταύλο το 1884, απαντώντας στο ερώτημα ποια είναι τα όρια του τμήματος της Μακεδονίας που θα μπορούσε αποτελεσματικά να διεκδικήσει η Ελλάδα, ο Παπαρρηγόπουλος, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια την ομιλούμενη γλώσσα και γεωπολιτικούς παράγοντες, διέκρινε τη Μακεδονία σε τρεις παράλληλες ζώνες: τη βόρεια, που θεωρούσε εντελώς ξένη προς τον ελληνισμό, την «αναμφισβήτως» ελληνική νότια (ως τη γραμμή Καστοριάς-Σερρών), και τη μεσαία, όπου δεν ομιλούνταν σχεδόν πουθενά η ελληνική ως μητρική και την οποία περιοχή διεκδικούσαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι.
Ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις έπρεπε να περιοριστούν στη νότια και τη μεσαία ζώνη, η οποία θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει τα Βιτώλια, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο, αν και, όπως διευκρίνισε με υπόμνημά του τον επόμενο χρόνο, δε νόμιζε πως η διάκριση αυτή είχε ιστορική βάση ή πως θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί διεθνώς ότι η Μακεδονία περιορίζεται στις δύο αυτές ζώνες.
Η στρατηγική αυτή διεκδίκησης της νότιας και της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας που πρότεινε ο Παπαρρηγόπουλος, ως προϋπόθεση ελληνικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος και σύνδεσης με τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, έγινε αποδεκτή, αρχικά από τον Τρικούπη το 1885, και υιοθετήθηκε ως εθνική επιταγή έως τους Βαλκανικούς πολέμους

Συγγραφικό έργο
Τα σημαντικότερα από τα έργα του είναι τα εξής:
Περί τῆς ἐποικίσεως σλαβικῶν τινῶν φυλῶν εἰς τήν Πελοπόννησον (1843)
Τό τελευταῖο ἔτος της ὲλληνικῆς ἐλευθερίας (1844)
Στοιχεία γενικής ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευί (1845)
Ἑγχειρίδιον τῆς γενικῆς ἱστορίας (1849-52)
Ἑγχειρίδιον: Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους (1853)
Περί της αρχής και της διαμορφώσεως των φυλών του αρχαίου Ελληνικού Έθνους (1855)
Ἱστορικαί πραγματεῖαι (1858)
Ἱστορία τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἒθνους (1860-72) και Επίλογος (1877)
Ὁ μεσαιωνικός ὲλληνισμός καί ἡ στάσις τοῦ Νίκα, κατά τόν κ. Παῦλον Καλλιγᾶ (1868)
Histoire de la civilisation hellénique (1878)
L'Église orthodoxe d'Orient. Réponse à notre époque (1879)
Επιστολιμαία ιστορήματα (για τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού) στο περιοδικό "Εστία"
Ὁ στρατάρχης Γεώργιος Καραϊσκάκης καἰ ἄλλα ἱστορικά ἕργα (1889)
Τα διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (1899)

Δημοσιογραφική καριέρα
Ξεκίνησε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία το 1833, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Τριπτόλεμος» του Ναυπλίου. Στα επόμενα χρόνια ο Παπαρρηγόπουλος έγινε εκδότης, για μικρό χρονικό διάστημα, σε δύο εφημερίδες, τις «Εθνική» (1847), εφημερίδα φιλική προς τον Ιωάννη Κωλέττη και «Έλλην» (1858-1860), δική του εφημερίδα με πολιτικό και φιλολογικό περιεχόμενο, η οποία υποστήριζε την πολιτική του Όθωνα. Εκεί δημοσίευσε και την μελέτη του σχετικά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Ήταν συνιδρυτής και από το 1853 διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας « Spectateur de l'Orient », που ενημέρωνε τους ξένους για τα ελληνικά ζητήματα.
Από το 1856 έως το 1858 ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ανταποκριτής στην Αθήνα της ελληνικής εφημερίδας της Τεργέστης «Ημέρα» του Ιωάννη Σκυλίτση.
Η σοβαρότερη παρουσία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στον δημοσιογραφικό στίβο είναι η συνεργασία του με το φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα (από την άνοιξη του 1850), το οποίο θεωρείται ως το σπουδαιότερο ελληνικό φύλλο του ΙΘ΄ αιώνα. Συνιδρυτές και εκδότες του περιοδικού ήταν οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και Νικόλαος Δραγούμης. Στο περιοδικό ο Παπαρρηγόπουλος ασχολιόταν κυρίως με ιστοριογραφικά θέματα και με βιβλιοκριτικές. Επίσης παρουσίαζε πολλές φορές διάφορες μελέτες του με θέμα την ιστορία. Τα κείμενά του στην Πανδώρα υπολογίζονται ότι είναι περίπου 50, αλλά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους, αφού άφηνε πολλά ανυπόγραφα. Η ουσιαστική του συνεργασία με το περιοδικό τέλειωσε το 1861, όταν και σταμάτησε να γράφει κείμενα. Παρ' όλα αυτά περιστασιακά  έγραφε στο περιοδικό, ενώ συμμετείχε ενεργά, με δικές του δημοσιεύσεις, στην έκδοση των αθηναϊκών περιοδικών: «Παρνασσός», «Εστία» κ.ά.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια