Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Μάχη των Φαρσάλων 1897

Μάχη των Φαρσάλων 1897
Η μάχη των Φαρσάλων έγινε στις 23 Απριλίου του 1897 στην ομώνυμη πόλη, ανάμεσα στις ελληνικές και τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, και ήταν μέρος του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Η μάχη έληξε με ήττα και υποχώρηση των ελληνικού στρατού στο Δομοκό.

Τα πριν τη μάχη
Μετά τις ανεπιτυχείς μάχες στα (τότε) ελληνοτουρκικά σύνορα και την άτακτη υποχώρηση του στρατού στη Λάρισα, ο αρχιστράτηγος, Διάδοχος Κωνσταντίνος και οι επιτελείς του, με την σύμφωνη γνώμη της νεο-διορισθείσας κυβέρνησης του Δημητρίου Ράλλη αποφάσισαν να ανασυντάξουν τον στρατό και να ορίσουν νέα γραμμή άμυνας την περιοχή των Φαρσάλων.
Στα Φάρσαλα ο ελληνικός στρατός έφτασε από την Λάρισα στις 12 Απριλίου, και ενώ υπήρχε χρονικό περιθώριο να υλοποιηθεί το σχέδιο οχύρωσης και άμυνας της πόλης και των γύρω διαβάσεων που συνέταξε ο ανθυπολοχαγός Παπαβασιλείου και το επεξεργάσθηκε, τελικώς, ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Μεταξάς, κάτι τέτοιο δεν έγινε με αποτέλεσμα ο Διάδοχος να παρατάξει τις μονάδες του εκ του προχείρου. 
Στις 14 Απριλίου 1897 το επιτελείο του ελληνικού στρατού έδωσε διαταγή να συγκροτηθεί ένα σώμα από πέντε ευζωνικά τάγματα. Το σώμα αυτό Θα αποτελούσε την προχωρημένη ζώνη ασφάλειας μπροστά στα Φάρσαλα, καταλαμβάνοντας τα χωριά Δρίσκιοϊ, Τατάρι (σημ. Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων), Αλχανί καί Μπεκίδες (σημ. Δασόλοφος Φαρσάλων). Επίσης, τοποθέτησε προφυλακές και στα υπόλοιπα γύρω υψώματα για ασφάλεια των οδών από Λάρισα και Βελεστίνο.
Στο σώμα αυτό, πού τέθηκε υπό τις διαταγές τού διοικητή τής 2ης μεραρχίας συνταγματάρχη Μαυρομιχάλη, δόθηκαν δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες. Η 1η μεραρχία εγκαταστάθηκε σε αμυντική διάταξη στον οικισμό Ρίζι. Την 2η μεραρχία τη διέταξε να καταυλιστεί στο τμήμα τής πεδιάδας μπροστά από τα Φάρσαλα με μέτωπα προς το βορειοδυτικά τής οδού Φαρσάλων - σιδηροδρομικού σταθμού. Οι προφυλακές της κάλυπταν τους δρόμους Βελεστίνου και Καρδίτσας. Όλες οι πεδινές πυροβολαρχίες θα καταυλίζονταν σε παράταξη πέρα και κατά μήκος τής οδού Φαρσάλων - Δομοκού.
Μάχη των Φαρσάλων 1897
Η μάχη
Μετά τις πρώτες μάχες στο Βελεστίνο, ο Τούρκος αρχιστράτηγος Ετέμ Πασάς, αφού έμαθε που βρισκόταν ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού, αποφάσισε να επιτεθεί στα Φάρσαλα.
Στις 23 Απριλίου, στις 8:00 το πρωί, τα προκεχωρημένα ελληνικά φυλάκια αναγνώρισαν τις τουρκικές μεραρχίες που κατευθύνονταν στα Φάρσαλα. Στις 9:00, η τουρκική μεραρχία του ιππικού προπορευόμενη της τουρκικής 2ης μεραρχίας πλησίασε τις προφυλακές τού 11ου ευζωνικού τάγματος που βρισκόταν στο Δρίσκτοϊ. Η φάλαγγα πού ακολουθούσε το εχθρικό ιππικό άρχισε να αναπτύσσεται. Ο διοικητής του 11ου ευζωνικού τάγματος συγκέντρωσε τις προφυλακές του, παρέταξε το τάγμα του στο λόφο πού βρισκόταν προς βορρά τού χωριού Δρίσκιοϊ και κράτησε για εφεδρεία την «Λεγεώνα των Φιλελλήνων]]». Όταν οι πληροφορίες αυτές μεταφέρθηκαν στο επιτελείο, δόθηκε εντολή να αναπτυχθούν τα τμήματα που στρατοπέδευαν ήδη από τις 14 Απριλίου στο χωριό Τάταρι (σημ. Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων). 
Στο Δρισκιοϊ, το πυροβολικό της τουρκικής μεραρχίας άρχισε να βάλλει κατά των ελληνικών θέσεων. Το 9ο ευζωνικό αγωνίσθηκε συνεχώς πολλές ώρες, ενώ τα άλλα τμήματα υποχώρησαν πρόωρα. Το 2ο ευζωνικό τάγμα, όταν άρχισε ή μάχη συγκεντρώθηκε και κατέλαβε θέσεις άμυνας προς το δρόμο τού Αλχανί. Μετά από δίωρη αντίσταση οι Εύζωνοι αναγκάστηκαν σε υποχώρηση και σύμπτυξη στο ύψωμα Τατάρι.
Κατά τις 13:00 σχεδόν τρεις τουρκικές μεραρχίες και η «Φάλαγγα των Αλβανών» επιτίθονταν κατά των θέσεων στον Τεκέ πού κατείχε το 9ο ευζωνικού και η Λεγεώνα των Φιλελλήνων. Αφού οι Τούρκοι ακροβολιστές πλησίασαν σε απόσταση 400 μ., ο διοικητής του τάγματος μην έχοντας αρκετή δύναμη για να παρατείνει περισσότερο την αντίσταση, διέταξε το τάγμα του vα υποχωρήσει κλιμακωτά. Κατά τις 14:00 οι τουρκικές μεραρχίες κατέλαβαν τα υψώματα του Τεκέ και αφού τοποθέτησαν έξι μεραρχιακές πυροβολαρχίες, άρχισαν να πυροβολούν τούς ευζώνους, πού όχι μόνο υποχωρούσαν σταθερά προς τα Φάρσαλα με πλήρη τάξη αλλά επανειλημμένα σταμάτησαν και πυροβόλησαν κατά τού εχθρού. 
Μετά τις 16:00 οι Τούρκοι κατείχαν τη νότια πλευρά των υψωμάτων σε μια έκταση περίπου 4.000 βημάτων γύρω από το Τατάρ. Στα υψώματα είχαν στηθεί πυροβολαρχίες και χτυπούσαν τα Ελληνικά τμήματα. Κατά τις 17:00 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τις διαβάσεις του ποταμού Ενιπέα, και έστρεψαν την προσοχή τους στο σιδηροδρομικό σταθμό τον οποίο κατέλαβαν εύκολα μετά μία ώρα, αναγκάζοντας την 1η ελληνική μεραρχία του στρατηγού Μακρή να εγκαταλείψει τις θέσεις της και να υποχωρήσει. Με την υποχώρηση οι Τούρκοι σταμάτησαν να πυροβολούν και η μάχη τελείωσε.
Το ελληνικό επιτελείο αποφάσισε την υποχώρηση ολόκληρου του στρατού μέσα στην νύχτα στην ισχυρότερη θέση του Δομοκού. Έτσι ο ελληνικός στρατός αποχωρούσε από την πόλη τα χαράματα της 24ης Απριλίου, ενώ ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος τηλεγραφούσε προς την Αθήνα: 
«Μετά την χθεσινήν ανακοίνωσίν μου ήλπιζον ότι θα ηδυνάμην να επαναλάβω σήμερον πρωίαν τον αγώνα . Ατυχώς περί το μεσονύκτιον νέαι δυνάμεις ενίσχυσαν τον εχθρόν και ήρξατο πλησιάζων τας θέσεις μας εις μικροτάτην απόστασιν και περιβάλλων την τοποθεσίαν της 1ης Μεραρχίας, συνάμα επαπειλών σπουδαίως και το αριστερόν ημών. Ένεκα της κοπώσεως των στρατευμάτων, της υπεροχής του εχθρού και της ελλείψεως τροφών και επαρκών πολεμοφοδίων, φοβούμενοι συνάμα μη συμβή τι, όπερ ήθελε καταστρέψει εντελώς το στράτευμα, διέταξα περί την 2 π.μ. την υποχώρησιν, εκτελεσθείσα εν καλή τάξει... Εγκατεστάθημεν ενταύθα· η ενταύθα θέσις δίδει κάποιαν πεποίθησιν εις το στράτευμα. Παρακαλώ εφοδιάσατέ μας με τροφάς· το στράτευμα υποφέρει και η έλλειψίς των καθιστά τούτο εντελώς στάσιμον».

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια