Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ροβήρος ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ: σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής 1929-2022

Σε ηλικία 92 ετών έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος σκηνοθέτης, συγγραφέας και ποιητής Ροβήρος Μανθούλης. Ο Ροβήρος Μανθούλης άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης σε νοσοκομείο του Παρισιού όπου νοσηλευόταν με κορωνοϊό.

Ποιος ήταν ο Ροβήρος Μανθούλης
Ο Ροβήρος Μανθούλης γεννήθηκε στην Κομοτηνή και μεγάλωσε στην Αθήνα. Συμμετείχε στους κύκλους της Διάπλασης των Παίδων και στις γραμμές του ΕΑΜ των Νέων και συνέχεια της ΕΠΟΝ, σαν διαφωτιστής. Από τα τέλη του 1943 μέχρι την Απελευθέρωση, ήταν το «χωνί» των Εξαρχείων και της Νεάπολης, που έφερνε τα βράδια, από κάποια ταράτσα στο λόφο του Στρέφι, τα αντιστασιακά μηνύματα μπροστά στα ανοιχτά παράθυρα των περιοίκων. Σαν τους κήρυκες της αρχαίας Αθήνας που μεταδίδανε τις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου. (Με ανάλογες χοάνες, τις διθυραμβοχοάνες, απάγγελλαν στην Σπάρτη τον διθύραμβο στο θέατρο και, ίσως, τα ψηφίσματα οι κήρυκες).

Μετά το γυμνάσιο σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο κι εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Σκαλοπάτια, 1949. Δάσκαλός του στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η παρέα του, στο φιλολογικό πατάρι του Λουμίδη, ήταν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Νίκος Γκάτσος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο κριτικός Αλέκος Αργυρίου και ο σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, που εξέδιδε το περιβόητο περιοδικό Ποιητική Τέχνη.

Από το 1949 έως το 1953, σπούδασε Κινηματογράφο και Θέατρο στο Πανεπιστήμιο Syracuse της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εκεί του ανοίχτηκε και ο πρώτος αμερικανικός φάκελος, όταν δημοσίευσε ένα αντι-μακαρθικό άρθρο στην εφημερίδα του Syracuse. Σ’ αυτήν την πόλη είχε το στρατηγείο του ο Μακάρθι, στα γραφεία της Ομοσπονδίας των Παλαιών Πολεμιστών. (Τον δεύτερο φάκελο του τον άνοιξαν το 1972, όταν γύριζε στο Χάρλεμ την ταινία «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια»).
Όταν επέστρεψε από την Αμερική, το 1953, συνεργάστηκε στην αρχή με το «Θέατρο της Τετάρτης» του Ε.Ι.Ρ., φέρνοντας μια καινούρια ραδιοφωνική τεχνική στις θεατρικές διασκευές. Με τον Μιχάλη Κατσαρό, που ξαναβρήκε στου Λουμίδη, ίδρυσαν μια κινηματογραφική εταιρία που σύντομα διαλύθηκε. Θέλοντας να βοήσει την κινηματογραφική εκπαίδευση, ανέλαβε τη διεύθυνση σπουδών σε δυο, διαδοχικά, κινηματογραφικές σχολές. Στη Σχολή Σταυράκου, όπου είχαν ήδη διδάξει ο Κάρολος Κουν, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Τσαρούχης, είχε συνεργάτες του τον Γρηγόρη Γρηγορίου και τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο. Στη Σχολή Ιωαννίδη είχε προσλάβει τον Χρήστο Βαχλιώτη, στο τμήμα ηθοποιών. Η φιλία που τους συνέδεσε επεκτάθηκε και σε πολλούς άξιους μαθητές του όπως ο Ηρακλής Παπαδάκης, ο Φώτης Μεσθεναίος, ο Λέων Λοΐσιος. (Στα δυο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Λοΐσιος στη Λέσβο, ο Μεσθεναίος ήταν οπερατέρ, ο Μανθούλης μοντέρ και ο Μπακογιαννόπουλος έγραψε την αφήγηση).

Στο μεταξύ, ο Μανθούλης είχε αναλάβει να οργανώσει το τμήμα ντοκιμαντέρ στο υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών, αλλά σ’ ένα χρόνο απολύθηκε. Μόλις που πρόφτασε τότε, το 1958, να γυρίσει την πρώτη του ταινία, ένα ντοκιμαντέρ για τη Λευκάδα, που θα πρέπει να είναι, ίσως με διαφορά στήθους, και το πρώτο ελληνικό ντοκιμαντέρ.

Στη Λευκάδα ανέβασε παράλληλα το ποιητικό έργο του Ουίλιαμ Σαρόγιαν «Η Καρδιά μου κει πάνω στα ψηλά», υστέρα από 7 μήνες πρόβες και δυο παραστάσεις στο Θέατρο Αθηνών. Σ’ αυτό έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση ο Γιώργος Παπαστεφάνου, στο ρόλο ενός παιδιού και ο σημερινός συγγραφέας Στράτης Χαβιαράς, στον ρόλο ενός γέρου 90 χρονών! Ο δε Μάνος Ελευθερίου είχε πάρει μέρος στον χορό των αγροτών –έφερνε πορτοκάλια και αυγά στον “γηραιό” Χαβιαρά όταν ο χορός τον άκουγε να παίζει στη στρατιωτική σάλπιγγα ένα τραγούδι του Μπεν Τζόνσον, που τραγουδούσαν στα καπηλειά του Λονδίνου στις αρχές του 17ου αιώνα.

Το 2006, κλείνουν 50 χρόνια από την πρώτη ανάμειξη του Μανθούλη σε κινηματογραφική σχολή, όπου δίδαξε μέχρι την κατάλυση της Δημοκρατίας από την χούντα των συνταγματαρχών, το 1967. Ανάμεσα στους γνωστότερους μαθητές του ήταν ο Παντελής Βούλγαρης και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που θα γίνει και βοηθός του σ’ ένα ντοκιμαντέρ.

Η διάδοση του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα έγινε έμμονη ιδέα στον Μανθούλη και το 1960 ίδρυσε την «Ομάδα των 5», με τους Ηρακλή Παπαδάκη, Φώτη Μεσθεναίο, Γιάννη Μπακογιαννόπουλο και Ρούσσο Κούνδουρο. Ύστερα από έναν οργασμό διαφώτισης του κοινού και των κρατικών φορέων, με διαλέξεις, προβολές, φεστιβάλ και κινηματογραφικές λέσχες, κατέληξαν στο να γυρίζουν όλοι, αλλά και άλλοι σκηνοθέτες, σειρά από ταινίες για διάφορους οργανισμούς και να ζούνε απ’ αυτό. Η «Ακρόπολη των Αθηνών» (1961), που γύρισε με τον Ηρ. Παπαδάκη και τον Φ. Μεσθεναίο (και τον μέγα αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη), πουλήθηκε σε 3.000 πανεπιστήμια στην Αμερική). Οι ταινίες τους αποσπούσαν κάθε φορά το βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το «Άνθρωποι και Θεοί» (1961), με τη φωνή του Κίμωνα Φράιερ, (μεταφραστή της Οδύσσειας του Καζαντζάκη στ’ αγγλικά) μεταδιδόταν κάθε χρόνο, επί 5 χρόνια, από το αμερικάνικο δίκτυο NBC.

Όταν οργάνωνε την «Ομάδα των 5», ο Μανθούλης δέχτηκε μια πρόταση του κυρ-Αντώνη Ζερβού (της γνωστής εταιρείας ΑΝΖΕΡΒΟΣ, που είχε στούντιο, διανομή και πολλά σινεμά) να γυρίσει μια ελληνική κωμωδία –την «Κυρία Δήμαρχο» (1960) με πρωταγωνιστές την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη, τον Νίκο Κούρκουλο σε δευτερεύοντα ρόλο και τον Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση. Πήρε τον Φώτη Μεσθεναίο σαν διευθυντή φωτογραφίας για συμπαράσταση. Πρωτάρηδες και οι δυο, αναζητούσαν ένα διαβατήριο για τα κινηματογραφικά στούντιο. Η ταινία είχε καλές κριτικές και καλή καριέρα (χρησιμοποιήθηκε ακόμα και στην προεκλογική εκστρατεία για την δημαρχία της Ντόρας Μπακογιάννη…) και παίζεται ακόμα στην τηλεόραση.

Το ίδιο συνέβη και με την «Οικογένεια Παπαδοπούλου» (1961), σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα, με τον Ορέστη Μακρή, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Παντελή Ζερβό, την Κάκια Αναλυτή, τον Στέφανο Ληναίο και τον Θανάση Βέγγο, πριν ακόμα αρχίσει τους μεγάλους του ρόλους. Ένας από τους μεγαλύτερους, που του χάρισε και το Βραβείο Καλυτέρου Ηθοποιού από τους κριτικούς, θα είναι στην επόμενη ταινία του Μανθούλη «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» (1963), με συμπρωταγωνιστή τον Βασίλη Διαμαντόπουλο. Στην ταινία αυτή ο Μανθούλης ανέβασε κι άλλο την μπάρα της ποιότητας, για να περάσει όλη η ατμόσφαιρα και η αυθεντικότητα της Κατοχής, με αποτέλεσμα, εκτός από τα βραβεία των κριτικών που πήρε τότε, να παίζεται σαν «εθνική» ταινία στις εθνικές επετείους.

Το επόμενο βήμα ήταν μια προσωπική ταινία. Το έναυσμα το έδωσαν τα Ιουλιανά. Το «Ψηλά τα Χέρια Χίτλερ» ήταν μια πρώτη πολιτική ταινία, αλλά το «Πρόσωπο με Πρόσωπο», (1966) θα είναι περισσότερο πολιτική και καυστική. Μέσα από την καρικατούρα της αναρριχόμενης νεόπλουτης τάξης των εφοπλιστών και των κατασκευαστών, που γκρέμιζαν και ασχήμαιναν την Αθήνα, έπρεπε να σημειωθούν οι δικτατορικές τάσεις που απειλούσαν την πολιτική νομιμότητα και τις ελευθερίες, που με τόσο κόπο μόλις είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Μια τέτοια ταινία δεν ήταν εύκολο να γυριστεί γιατί μεριμνούσε και η Λογοκρισία. Πολλοί συνέβαλαν με μικρές χρηματικές συμμετοχές ή με την εργασία τους. Σενάριο δεν υποβλήθηκε στη Λογοκρισία και το γύρισμα άρχισε με την άδεια για ένα προηγούμενο ντοκιμαντέρ. Η κόπια πρόλαβε να βγει από το εργαστήριο για να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1966, μια μεγάλη χρονιά με πολύ καλές ταινίες. Εκεί ξεσήκωσε την φοιτητική νεολαία, εντυπωσίασε τους ξένους κριτικούς και πήρε το Χρυσό Βραβείο Σκηνοθεσίας, όπως το έλεγαν τότε. Οι υπογραφές της κριτικής επιτροπής είναι εντυπωσιακές: Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Έλλη Λαμπέτη… Για πρώτη ίσως φορά, το κοινό που περίμενε τον σκηνοθέτη στην έξοδο, τον σήκωσε στους ώμους, σαν ολυμπιονίκη, και τον πήγε στους έκπληκτους Γάλλους κριτικούς που τον περίμεναν στο καφενείο για να του πάρουν συνέντευξη.

Τον επόμενο χρόνο το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» κλήθηκε να πάρει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, αρχής γενομένης από το Διεθνές Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου στην πόλη Υέρ της νότιας Γαλλίας. Κατ’ εξαίρεση και εκτός διαγωνισμού, γιατί το Φεστιβάλ έκανε δεκτές μόνο πρώτες ταινίες σκηνοθετών, ενώ αυτή ήταν η 4η του Μανθούλη. Το Φεστιβάλ έκανε έναρξη με το «Πρόσωπο με Πρόσωπο» την 21η Απριλίου 1967, ημέρα που έγινε το χουντικό πραξικόπημα στην Ελλάδα! Η ταινία βέβαια ήταν προφητική, αλλά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να την περιμένει κανείς. Θα είναι μάλλον και η πρώτη αντιχουντική εκδήλωση που έγινε στο εξωτερικό. Με δεκάδες δημοσιογράφους, κάμερες και μικρόφωνα. Οι συνεντεύξεις του Μανθούλη μεταδόθηκαν το ίδιο βράδυ από πολλά ευρωπαϊκά ραδιόφωνα και από την «Φωνή της Αλήθειας» που ήταν στο «Παραπέτασμα». Την επόμενη εβδομάδα το Φεστιβάλ Κανών οργάνωσε μια ειδική προβολή, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της χούντας. Φυσικά, η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα «καθ’ άπασαν την επικράτειαν, δια λόγους γενικοτέρας θέσεως», το διαβατήριο του σκηνοθέτη ακυρώθηκε, η αστυνομία επισκέφτηκε το σπίτι του, το όνομά του μπήκε στην μαύρη λίστα που δεν έπρεπε να αναφέρει ο τύπος. Όμως την σκυτάλη της εκδίκησης την πήρε το «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ». Κατά την προβολή του στις σκοτεινές αίθουσες οι θεατές, μόλις άκουγαν το τραγούδι των Χριστοδούλου-Θεοδωράκη, ξέσπαγαν σε συνθήματα κατά της χούντας.

Είναι η αρχή της εξορίας στο εξωτερικό. Η ταινία παίζεται στο Παρίσι, οι κριτικές είναι θριαμβευτικές, η γαλλική τηλεόραση καλεί τον Μανθούλη σε συνεργασία. Του αναθέτει την σκηνοθεσία ενός πρωτότυπου προγράμματος που θα γυρίζεται σε διάφορες χώρες (ταξίδευε, τότε, με προσφυγικό διαβατήριο «απάτριδος»), ερευνώντας τις πολιτικές και κοινωνικές ρίζες του θεάματος, της μουσικής και του τραγουδιού. Είναι η εποχή της pop generation, της γενιάς που αντιτίθεται στον πόλεμο του Βιετνάμ και στις κατεστημένες αξίες γενικότερα και που, στη Γαλλία, θα καταλήξει στον Μάη του ’68.

Στο πρόγραμμα, που είχε τίτλο «Στην Αφίσα του Κόσμου», γύρισε πολλούς διάσημους καλλιτέχνες, όπως τον Ζακ Μπρελ, την Τζόαν Μπαέζ, τους Ρόλινγκ Στόουνς με τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ, τον Τζον Μαγιάλ, τον Σάνρα, την Μάριον Ουίλιαμς, τον Τζόνι Χαλιντέι, τον Ζορζ Μουστακί, τον Νουρέγιεβ και πολλούς άλλους. Για το ίδιο πρόγραμμα γύρισε ντοκιμαντέρ με την Μελίνα, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη Μαρία Φαραντούρη για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η «Αφίσα του Κόσμου» αγαπήθηκε τόσο από το κοινό όσο και από την κριτική, η οποία της έδωσε το ετήσιο βραβείο της καλύτερης γαλλικής εκπομπής του 1969. «Μια μόνο σκηνή του Ροβήρου Μανθούλη, οι ακροβάτες που εκτελούν τα νούμερά τους πάνω από τις ρουλέτες σ’ ένα καζίνο του Λας Βέγκας, έφτανε για να στείλει το προηγούμενο πρόγραμμα στον κάλαθο των αχρήστων» έγραφε η Le Monde (22-3-1969). «Χρωστάμε στην “Αφίσα του Κόσμου” μια στιγμή σπάνια. Τον Νουρέγιεβ σε πρόβα, να χορεύει με την Κλερ Μοτ και να μας μιλάει για τη ζωή και τον θάνατο. Εξαίρετες στιγμές, στο ύψος εκείνου που τις ενέπνευσε» γράφει η L’Union (13-12-1969). «Πρέπει να πούμε ότι η συνάντηση του Ζωρζ Μουστακί με τον Μίκη Θεοδωράκη ξεπέρασε κάθε μας πρόβλεψη. Ο Ροβήρος Μανθούλης κατάφερε με μεγάλη δεξιοτεχνία να μας δείξει την προσήλωση του Θεοδωράκη (σαν να διάβαζε τη σκέψη του) στο να περάσει τη μουσική του στον Μουστακί. Μια δημιουργία βαθύτατα συγκινητική. Μετά από ένα τέτοιο φιλμ, είναι προφανές ότι αυτά που ακολούθησαν ήταν αδύνατο να μας ενδιαφέρουν» γράφει η L’Humanité (21-5-1970).

Το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν να του αναθέσει το 3ο κανάλι, που στο μεταξύ ετοιμάζονταν να εκπέμψει, την σκηνοθεσία ενός ντoκιμαντέρ για τα μπλουζ. Ο Μανθούλης γύρισε το «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή» στην Αμερική και με το φιλμ αυτό έκανε εγκαίνια το κανάλι στις 3 Ιανουαρίου 1973. Παράλληλα, γύρισε στο Χάρλεμ την ταινία μεγάλου μήκους «Μπλουζ με σφιγμένα δόντια», που παίχτηκε την ίδια χρονιά στους κινηματογράφους και απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές. Η ταινία προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ και στο τμήμα Καλύτερες Ταινίες της Χρονιάς του Φεστιβάλ Λονδίνου. Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς επελέγη επίσης από τους Βέλγους κριτικούς (μαζί με τον «Γάμο της Μαρίας Μπράουν» του Φασμπίντερ και «Το Κοπάδι» του Γκιουνέι).

Τότε αρχίζει και η σειρά των πολιτιστικών ντοκιμαντέρ με τον γενικό τίτλο «Μια χώρα, μια μουσική», που έφερε τον Μανθούλη σε πολλές χώρες των 5 ηπείρων (Ιρλανδία, Ουγγαρία, Αίγυπτο, Υεμένη, ΗΠΑ, Σικελία, Κούβα, Αργεντινή, Βραζιλία, Καναδά, Αυστραλία, Ισραήλ κλπ., και Ελλάδα όταν έπεσε η χούντα). Προηγουμένως, είχε «σκηνοθετήσει» από τηλεφώνου τις σκηνές που γύρισε ο Φώτης Μεσθεναίος στην Ελλάδα κατά την διάρκεια της δικτατορίας για την ταινία «Κραυγή της σιωπής».

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια