Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Σπηλιά του Δράκου στην Καστοριά

Ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια των Βαλκανίων, η "Σπηλιά του Δράκου" στην Καστοριά

Είναι εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος, γεγονός που το καθιστά ένα από τα πιο σύγχρονα των Βαλκανίων.
Εκεί έχει εγκατασταθεί, μεταξύ άλλων, ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει τη μετακίνηση των βράχων στο εσωτερικό της σπηλιάς, ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή ενημέρωση για τις γεωλογικές μεταβολές.
Είναι το μοναδικό σπήλαιο στην Ελλάδα με λίμνες γλυκού νερού.
Αυτό συμβαίνει λόγω της εγγύτητας με την λίμνη της Καστοριάς.
Λόγω της ιδιαιτερότητας του κλίματος του σπηλαίου δεν επιτρέπεται η είσοδος σε ομάδες άνω των 12 ατόμων ώστε να αναπληρώνεται ο αέρας στο εσωτερικό του.
Η Σπηλιά του Δράκου ανακαλύφθηκε το 1940 από κατοίκους της Καστοριάς και πήρε το όνομά της από την είσοδό της που έχει την μορφή στόματος δράκου.
Μάλιστα, ο μύθος της περιοχής αναφέρει ότι ο δράκος φύλαγε την σπηλιά και έριχνε φλόγες από το στόμα του σε όποιον τολμούσε να πλησιάσει.
Ακολούθησαν εξερευνήσεις και χαρτογραφήσεις του σπηλαίου το 1954, το 1963, το 1967 και το 1977, ενώ η πρώτη προσπάθεια διαμόρφωσης του χώρου της εισόδου έγινε το 1985.
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πόλης στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο. Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες. Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά. Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.

Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια