Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ελληνοκυπριακό Λεξικό


Ελληνοκυπριακό Λεξικό

ΛΕΞΕΙΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

ακκάννω - δαγκώνω
αλόπως -μήπως, πιθανώς
αμινιάζω - υπολογίζω
αμπλέπω - βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα τρόμαξα
αντινάσσω τινάζω
αξινόστραφη ανάποδη
απόπατος αποχωρητήριο
άππαρος άλογο
αππιθκιά αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου
άρκοψες αύριο βράδυ
αρμαρόλα μικρή ντουλάπα
αρφός, αρφή αδελφός, αδελφή
ασσιελιά ένα σκέλος (για μήκος)
ατζία άκρη του ψωμιού
αφτένω ανάβω
άψε το άναψε το
αψιουρίζομαι φταρνίζομαι
βάκλα η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι βαριέμαι
βαρκούμε βαριέμαι
βαστώ κρατώ
βίλλος πέος
βίλλα πέος
βίτσα μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες
βλαντζί συκώτι
βόρτακος βάτραχος
βόρτος χοντρός
βούκκα μάγουλο
βουκκαλλέτικον μπούλλης
βουναλλούι μικρός λόφος
βούρνα νεροχύτης
βουρώ τρέχω
βρίξε σώπα (προστακτική)
βυζοκούππι στηθόδεμος (σουτιέν)
γαμίστρα κρεβάτι
γαρος γαϊδούρι
γιουτά μο με βολεύει
δισκοθήκη ντισκοτέκ
δρώμα ιδρώτας
εβόλυα πάτησα λάσπες
ελαόθικα τρελάθηκα
ελισιασά πεινάω πολύ
εποζούρτισα ξεκωλώθηκα
έππεσεν το αρφάλι μου πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου)
έρκουμαι έρχομαι
έσιει έχει
έσσω μέσα
εφάτσισα χτύπησα
ζάβαλλι αλίμονο
ζαβός στραβός
ζάμπα μπούτι
ζιλικούρτι σκασμός
ζώλος άσχημη μυρωδιά, βρομιά
ήντα τι
ήντα πον τούτον; τι είναι αυτό;
ηττασία δούλα
θωρω βλέπω
ιεροκουτάλα περίεργη (αυτή που βάζει την μύτη της παντού)
ιλ κυλώ
ιντυχάνω μιλώ
καϊλώ δέχομαι
κάκκαφα πολύ ανώμαλα εδάφη
καλώ αμέ
καμμώ κλείνω τα μάτια μου
καρκασαλλίκκι φασαρία
καρκόλα κρεβάτι
καρτζί απέναντι
κατος γάτα
κατρακύλα τσουλήθρα
κατσαρίζω κάνω θόρυβο
κατσιαρισμός φασαρία, θόρυβος
καύκει καίει
κάφκα ερωμένη παντρεμένου άντρα
κελέ κεφάλι
κκελλέ κουλούμπρα αγύριστο κεφάλι
κόλλα χαρτί
κολοήρα κοφίνα
κομμόροτσος ακατέργαστη μεγάλη πέτρα
κόρη αναφορά προς κοπέλα
κοτζιάκαρη γερόντισσα
κοτολετα μπριζόλα
κουλουφός ατημέλητος
κουφι φίδι
κρούζω καίω
κρώννουμαι ακούω, συμβουλεύομαι
κωλοσύρνω τραβώ
λαλώ λέω
λαός λαγός
λάου λάου σιγά σιγά
λάσσω γαυγίζω
λαφαζάνης αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα)
λίξης λιγούρης
λισσιάρης λιγούρης
λισσιοπινώ πεθαίνω της πίνας
λουβώ μαδάω
λούκκος λακκάκι, τρύπα στο έδαφος
μαϊρισα κατσαρόλα
μαϊττάππι κορόιδεμα
μαλαχτός μαλακός, ο ευάλωτος
μαννός ηλίθιος
μάππα μπάλα
μάππουρος κουκουνάρι
μαυρού Φιλιππινέζα, Σριλανκέζα
μεζετζής αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μίλλα λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)
μιτσής μικρός
μονή κρεβάτι
μοτόρα μοτοσικλέτα
μουβλούκα μαξιλάρι
μούλα θηλυκό μουλάρι
μούτι μύτη
μουτταρκά απόκρημνο έδαφος
μούττη μύτη, κορυφή
μούχτη δωρεάν
μούχτιν δωρεάν
μυάλος μεγάλος
νησιάνι στρατιωτικό διακριτικό
ντζίζω αγγίζω
ξημαρισμένος λερωμένος
ξιμαρισμένο λερωμένο, ακάθαρτο
ΛΕΞΕΙΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ
όι όχι
ολάν τι νόμιζες
οξά ή (διαζευκτικό)
όξινο λεμόνι, ξινό
όξυπνος ξύπνιος, έξυπνος
ούζω κουνώ
ούσσου σώπα (προστακτική)
ούτσιαλης πολύ φαί
παγκούι παγκάκι
παουρίζω φωνάζω
παπίλλαρος τα πρώτα σύκα
παπίρα πάπια
πάππαλλα τέλος
παραπότης αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης κουρέας
πασιαμάς χαβαλές
πασσίς παχύς
πατανία κουβέρτα
πατσαρκά χαστούκι
πατσιαούρα ατημέλητη
πατταλόνι παντελόνι
παττίχα καρπούζι
πεζούνι περιστέρι
πιθκιαβλοζάμπης τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)
πιλέ ήδη
πισσα τσίχλα
πιττώνω πλακώνω
ποδά απ' εδώ
ποήνες μπότες
ποθκιάντροπος ξεδιάντροπος
ποϊνες μπότες
πολογιάζω διώχνω
πομιλόρι ντομάτα
πόμπα βόμβα
ποξαμάτι παξιμάδι
πορνόν πορνόν πρωί πρωί
πότσα μπουκάλα
ποτσεί απ' εκεί
πουλλαόφωνος άντρας που μιλά με λεπτή φωνή
πουπούξιος κουκουβάγια
ποφκαλες με με κούρασες
ππαραόπιστος τσιγκούνης, φιλάργυρος
ππεζεβένκης κερατάς
ππούλλι βλήμα (ηλίθιος)
ππουνία γροθιά
ππουρτού (τα) σαμπράκαλα (υπάρχοντα)
πρότσα πιρούνι
πυρκόλα του την χτύπα τον
πύρουλλος, πυρά ζέστη, καύσωνας
ρα αναφορά προς κοπέλα (αντίστοιχο του ρε)
ρέσσω περνώ
ριάλια λεφτά
ρότσος πέτρα
σαντανοσιά ανακατωσούρα
σιακατούρι κατηφόρα
σιεηττάνης σατανάς, πονηρός
σιέσης δειλός
σιονοτός πατημένος
σιόρ κύριος
σιουσιούκκος παραδοσιακό κυπριακό γλυκό (μοιάζει με δυναμίτη)
στέκκα λεπτός/ή
στράτα δρόμος
σύξηλος άναυδος
σύρνω ρίχνω
σωρόφκο μαζεύω
τάβλα τραπέζι/κρεβάτι
τάνγκα ακριβώς
ταπέλλα πινακίδα
τάππος κοντός
τατας νουνός
τζιάμε εκεί
τζιλώ κυλάω
τζίνη αυτή
τζίνος αυτός
τζισβές μπρίκι
τζοιμισμένος κοιμισμένος
τουτούρω κρυώνω
τσαέρα καρέκλα
τσαί και
τσεντί πορτοφόλι
τσιαέρα καρέκλα
τσιενκένης τεμπέλης
τσιλλώ πλακώνω
τσούρα κατσίκα
τταπουροκολού μοτοσικλέτα
φακκώ χτυπώ
φάουσα σκασμός
φιλούθκια φιλάκια
φκάλλω βγάζω
φκιολί βιολί
φκιόρο λουλούδι, μαστουρωμένος
φλόκκος σφουγγαρίστρα
φόκος φωτιά
φουντάνα βρύση
Cyprus from outer space
Cyprus from outer space χάι χούι χαβαλές
χαμέ κάτω
χαννοπαττίχα βλαμμένη, βιδάτη
χαρτωμένος αρραβωνιασμένος
χογλά βράζει
χτηνό ζώο (κάποιος πολύ δυνατός)
χτίν γουδί
χτιτσιολοά βρωμάει άσχημα
χτιτσιόν αηδία, πολύ βρώμικο
χτοσιαίριν γουδοχέρι
ψατζί κρύο
άππππαρος: σημαίνει άλογο αλλά επίσης και σιδερώστρα
αχάπαρος: αυτός που δεν έχει ιδέα (χρησιμοποιείται επίσης και το δεν έχεις υπόθεση, είσαι ανυπόθετος)
βέρκα: βέργα
γαντούδκια: γάντια
γαρίλλα: τσίπλα
δακάτω= εδώ κάτω
δαπάνω= εδώ πάνω
διχάλι: δρόμος ο οποίος καταλήγει σε δύο κατευθύνσεις
εκτές: χθες
εσσιέξηξη: το λέμε όταν κάτι δεν μας βγήκε σε καλό
καρούλι σσσιοινούι: μπομπίνα για σχοινάκι μουλινέ
κλατσούδκια: κλατσάκια
κλιπς: σφικτήρες
κουτσακοτήρι: μανταλάκι
λάστικα: λάστιχα
μαντιλιά: πετσέτα
μασσσιαίρι: μαχαίρι
Μινέρι = Μαγιάτικο
μπακκίρα: παλιό νόμισμα κυπριακής δημοκρατίας
νίβκουμαι: νίβομαι
ορφός: ροφός
πεζίνα: βενζίνη ή βενζινάδικο
πλακουδκιανός σωλήνας: οβάλ σωλήνας (άκουσα το χθες)
ποδά = από εδώ
ποτζει = από εκεί
πότσα: μπουκάλα
σιακατούριν: κατηφόρα (πολύ σπάνια θα το ακούσετε)
σλάϊς: από το αγγλικό slice που σημαίνει φέτα και το χρησιμοποιούμε για το ψωμί τοστ
Σορκός = Σαργός
σσσιοινούι: σχοινάκι
στράτα: δρόμος
τάσπιν: κάλαθος αχρήστων επίσης
τζιέφαλος: κέφαλος
τζιηζσβές: μπρίκι
τζιήνι: εκείνη
τζιηνιός: κυνηγός (χρησιμοποιείται και για το ψάρι)
τζιήνος: εκείνος
τζικάτω = εκεί κάτω
τζιπάνω = εκεί πανω
τσακούιν=μαχαίρι
τττενεκκκκούι: κουτάκι αναψυκτικού
τττόρος: πετσέτα θάλασσας ή μπάνιου
ττττενεκκές: κάλαθος αχρήστων
φανάρι: φακός
ψαρκά = ψαριά
ψάρκα = ψάρια
ψαροτζιηνιός: ψαροτουφεκός (το λενε οι παλιοί)
ψουμί: ψωμί
ΛΕΞΕΙΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

Βασικά χαρακτηριστικά της Κυπριακής διαλέκτου! 

A.Φωνολογικά χαρακτηριστικά
1) Διατήρηση της προφοράς των διπλών συμφώνων (εκτός από το -ρρ-), αλλά και υστερογενής διπλασιασμός απλών συμφώνων, συνήθως σε ενδοφωνηεντική θέση και στο ληκτικό τέρμα -ννω των ρημάτων (λ.χ. άλ-λος, άμ-μος, βράσ-σω, αλ-λάσ-σω – σήμ-μερα, ποτ-τέ, πίν-νω, γκρεμ-μός) ή μεταξύ λέξεων (λ.χ. απ-πέξω, ταμ μάδκια «τα μάτια»).

Σημείωση:
Η ανάπτυξη υστερογενών διπλών φαίνεται ότι έχει την αφετηρία της στην ελληνιστική εποχή, όταν ακόμη διετηρείτο η προφορά των διπλών συμφώνων στον ελληνόφωνο κόσμο (άποψη Seiler και Καραναστάση).

2) Διατήρηση του τελικού -ν των ονομάτων (κυρίως) και των ρημάτων τής μεσαιωνικής Ελληνικής (λ.χ. χαρτίν, τραπέζιν, βουνόν, αιτιατική θάλασ-σαν, ταμίαν, τέθκοιαν ημέραν, ρήματα (α)δονούσεν, τραυούμεν, έλαμνεν, εν νοδκιά «είναι ομίχλη [νοτιά]»), αλλά και ανάπτυξή του σε
άλλες θέσεις, χωρίς ιστορική βάση (λ.χ. πρόγραμ-μαν, γ΄ πρόσ. εξέβην).

3) Αφομοίωση του ερρίνου με τους άηχους κλειστούς φθόγγους, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέων διπλών συμφώνων (λ.χ. αθ-θός < ανθός, νύφ-φη < νύμφη, συχ-χωρώ < συγχωρώ, ακάθ-θα < ακάνθα). Το φαινόμενο λειτουργεί επίσης μεταξύ λέξεων (λ.χ. εδ δακ-κάν-νει «δεν δαγκώνει», εθ θέλω «δεν θέλω»). 4) Σίγηση των ενδοφωνηεντικών β, γ, δ (ηχηρών διαρκών) και κατόπιν συχνή συγχώνευση των φωνηέντων ή έκκρουση του ασθενεστέρου (λ.χ. φοούμαι «φοβούμαι», μαειρεύκω «μαγειρεύω», τριυρίζω, γάαρος < γάδαρος, ετσά < ετσιδά). 5) Εκτεταμένη ουράνωση και δασύς τσιτακισμός τού κ σε [tš], καθώς και προσθίωση του χ σε [š] προ των φωνηέντων /e, i/ (λ.χ. τšεφαλή, τšυώνιν «κυδώνι», χαρτšίν < χαλκείον, παšά <353> βd/βτ, γδ > γτ, ργ/ρχ > ρg/ρκ (λ.χ. αρκή < αρχή, αρκάντžελος < αρ-χάγγελος, κόβκω < κόβγω, γτύννω < (ε)γδύννω < εκδύω) και αφομοίωση ηχηρότητας των συμφωνικών συμπλεγμάτων χρ > γρ, φρ > βρ, φλ > βλ, θρ > δρ (λ.χ. Γριστούγεν-να, βρίσσω «σωπαίνω» < φρίττω, δρέφει «επουλώνει, γιαίνει» < θρέφει). 
https://nationalpride.files.wordpress.com/2009/10/cyprus.jpg
 Β. Μορφοσυντακτικά χαρακτηριστικά 
1) Διατήρηση των ληκτικών επιθημάτων -ουσιν και -ασιν στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα και μέλλοντα (το -ουσιν) και του αορίστου (το -ασιν). Πρόκειται για αξιοσημείωτο αρχαϊσμό τής διαλέκτου (λ.χ. κλώθουσιν, φεύκουσιν, αναστενάξασιν, εχαθήκασιν). Ωστόσο, και τα επιθήματα -ουν και -αν της Νεοελληνικής Κοινής επιδίδουν με αυξανόμενο ρυθμό. 
2) Εκτεταμένη παρουσία τού ρηματικού παραγωγικού επιθήματος -ίσκω, είτε επειδή διατηρήθηκε από παλαιότερη φάση τής γλώσσας είτε από κατ’ αναλογίαν σχηματισμό με βάση το αοριστικό θέμα. Προσδίδει στο ρήμα εναρκτική ή θαμιστική σημασία (λ.χ. κριν-ίσκω, μειν-ίσκω, φαν-ίσκω «υφαίνω», ταντžυν-ίσκω < ταγγός). 
3) Διατήρηση αξιοσημείωτων αρχαϊσμών στον παρατατικό των πρώην συνηρημένων ρημάτων (λ.χ. θωρώ: εθώρουν, εθώρες, εθώρεν…) και παραμονή τού τόνου στην προπαραλήγουσα στη μέση φωνή των προπαροξύτονων ρημάτων (λ.χ. šαίρουμαι: εšαίρουμουν, εšαίρεσουν, εšαίρετουν…, ρέουμαι < ορέγομαι: ερέουμουν, ερέεσουν, ερέετουν…, αλλάσσουμαι: αλλάσσουμουν, αλλάσσεσουν, αλλάσσετουν…, βάλλουμαι: εβάλλουμουν, εβάλλεσουν, εβάλλετουν, έρκουμαι: έρκουμουν, έρκεσουν, έρκετουν…). 
4) Επίταξη του εγκλιτικού μετά το ρήμα, όπως συμβαίνει και με άλλα νησιωτικά ιδιώματα (λ.χ. έδοξέν μου «μου φάνηκε», λαχαίννει του, έωκέν μας «μας έδωσε», λαλεί του «του λέει»). 
5) Χρήση τού άρθρου τα ως αναφορικής αντωνυμίας με σημασία «αυτά που, τα οποία» (λ.χ. τα γρικώ στ’ αφθιά μου, θαρρώ ζυγώνουσί με «αυτά που ακούω στα αφτιά μου, θαρρώ πως με ζυγώνουν»). 
6) Χρήση τής εμφατικής άρνησης ’εν τžαι (<8217> θελ’ να > θεν’ να > εν να, για τον σχηματισμό τού διαρκούς και του στιγμιαίου μέλλοντα (λ.χ. εν να κλαίω – εν να κλάψω).

Κλίση τού ρήματος είμαι σε ενεστώτα και παρατατικό: (ενεστώτας) είμαι, εί-σαι, είναι / έναι / έν(ι), είμαστιν, είσαστιν, είναι / έναι / έν(ι), (παρατατικός) ήμουν, ήσουν, ήτουν / ήταν, ήμαστιν, ήσαστιν, ήτουν / ήταν).

Γ. Λεξιλογικά χαρακτηριστικά
Εξαιτίας των διαφόρων γλωσσικών στρωμάτων που ανά τους αιώνες συνδέθηκαν με το νησί τής Κύπρου, μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές λεξιλογικές ομάδες, πέρα από το λεξιλόγιο που είναι κοινό κτήμα με τις υπόλοιπες διαλέκτους και με την Κοινή:

1) Αρχαϊσμοί: Αξιοσημείωτος είναι ο λεξιλογικός πλούτος που διασώζει στοιχεία από την αρχαία και ελληνιστική εποχή τής Ελληνικής. 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άφτω «ανάβω» (< άπτω), φτείρα «ψείρα» (< αρχ. φθείρ, -ρός), šοίρος (< χοίρος), ποζέγνω (< αρχ. ἀποζεύγνυμι), δρόπης (< ελνστ. ὑδρόφις, -εως), καμμώ «κλείνω τα μάτια» (< αρχ. καμμύω), κίλλης «μικρόσωμος γάιδαρος» (λ. τής αρχ. Κυπριακής), ροθέσιν (< αρχ. ὁροθέσιον), ορτσούμαι «χορεύω» (< αρχ. ὀρχοῦμαι), ξαργκώ «μένω αδρανής» (< αρχ. ἐξαργῶ). 

2) Ιδιωματισμοί: Σε αυτούς περιλαμβάνονται λέξεις και φράσεις γνωστές στον ελληνόφωνο κορμό, οι οποίες όμως έχουν αποκτήσει εντελώς διακριτή σημασία και χρήση. 
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: γέν-νημαν ήλιου «ανατολή», χαρτωμένος «αρραβωνιασμένος» (από το χαρτί τού προικοσυμφώνου), χαρκούμαι «νομίζω» (< θαρρούμαι), στρούθος «σπουργίτης», κούκ-κουρον «παξιμάδι» (υποκορ. τού ουσ. κόκκος), μιτά μου «μαζί μου». 

3) Παλαιά Γαλλικά δάνεια: Λέξεις τής παλαιάς Γαλλικής και των διαλέκτων της εισήλθαν μεταξύ τού 12ου και του 14ου αιώνα, καθιστώντας την Κυπριακή διάλεκτο μοναδική από αυτή την άποψη στον ελληνόφωνο κόσμο. 
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: τσαέρα «καρέκλα» (< προβηγκ. chaira), τσαΐνα «αλυσίδα» (< προβηγκ. chaina), βλαντζίν «συκώτι» (< παλ. γαλλ. flanc), κουμανταρία «γλυκό κρασί τής Κύπρου» (< παλ. γαλλ. vin de commanderie «κρασί τού τάγματος Commanderie των Ιωαννιτών ιπποτών»), κουμουδκιάζω «ετοιμάζω ταφή νεκρού» (< προβηγκ. accoumoudar), κουφουρκιάζω «παρηγορώ» (< προβηγκ. coumfortar), μίζαρον «σάβανο» (< παλ. γαλλ. mise à mort). 

4) Τουρκικά δάνεια: Οι τουρκικές λέξεις είναι πολυάριθμες και απαντούν προσαρμοσμένες στα μορφολογικά σχήματα της διαλέκτου. 
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: άσκοσ-σου «μπράβο» (< așk olsun), ζατ-τίν «έτσι κι αλλιώς» (< zatî), ζϊαφέτ-τιν «συμπόσιο» (< ziyafet), καΐšιν «παγίδα» (< kayıș), κκουšμάς «κουβέντα» (< konușma), μέσελα «δηλαδή;» (< mesele). 

5) Ιταλικά και Βενετικά δάνεια: Η περίοδος της Ενετοκρατίας άφησε αξιοσημείωτα ίχνη στη διάλεκτο. 
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: βαντζάρω «προχωρώ» (< avanzare), γάρπος «καμάρι» (< garbo), ζόπ-πος «αδέξιος» (< zoppo), κάστϊον «βάσανο» (< castigo), κουρτέλ-λα «μαχαίρι» (< coltella), πιν-νιάδα «πήλινη χύτρα» (< pignada). 

6) Αγγλικά δάνεια: Οι αγγλικές λέξεις έχουν εισέλθει από την περίοδο της αγγλοκρατίας και διευρύνουν έκτοτε διαρκώς την παρουσία τους στο λεξιλόγιο της διαλέκτου, πράγμα που προωθείται από τη διαρκώς ενισχυόμενη επιρροή τού αγγλόφωνου κόσμου στη νήσο. Όσες έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά υπέστησαν αξιοσημείωτη αλλοίωση. 
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ: φούρπ’ος «ποδόσφαιρο» (< football), σέντερ «αποστολέας (αλληλογραφίας)» (< sender), τšαρτšάρω «χρεώνω» (< charge), τρενάρω «εκπαιδεύω» (< train). Χαρακτηριστικός άγγλισμός είναι επίσης το ρ. απολογούμαι, που έχει αποκτήσει τη σημ. "ζητώ συγγνώμη" με επίδραση του ελληνογενούς αγγλ. apologise.  

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια