Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Οι διώκτες του εγκλήματος - The gangster squad

Διάρκεια: 113'
Σκηνοθεσία: Ρούμπεν Φλάισερ
Σενάριο: Γουίλ Μπιλ
Μουσική: Steve Jablonsky
Παραγωγή: Μπρους Μπέρμαν - Ρούμπεν Φλάισερ - Dan Lin - Κέβιν ΜακΚόρμικ - Jon Silk - Michael Tadross
Writer - Book: Paul Lieberman

Υπόθεση
Λος Άντζελες 1949.
Ο Μίκι Κόεν (Σον Πεν), ο αδίστακτος αρχηγός της μαφίας έχει το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, συγκεντρώνοντας κέρδη από ναρκωτικά, όπλα, πορνεία και κάθε στοίχημα που γίνεται δυτικά του Σικάγο.
Και όλα αυτά τα κάνει υπό την προστασία των δικών του πρωτοπαλίκαρων, αλλά και μελών της αστυνομίας και της πολιτικής σκηνής που κρατάει στο χέρι.
Όλα αυτά αρκούν για να....
τρομοκρατήσει ακόμα και τους πιο γενναίους και σκληροτράχηλους αστυνομικούς... εκτός ίσως, από ένα μικρό μυστικό σώμα της Αστυνομίας του Λος Άντζελες με επικεφαλής τον αστυνόμο Τζον Ο’Μάρα (Τζος Μπρόλιν) και τον υπαστυνόμο Τζέρι Γούτερς (Ράιαν Γκόσλινγκ). Οι δύο αυτοί θα προσπαθήσουν να γκρεμίσουν τον κόσμο του Κόεν.
Περισσότερες Πληροφορίες
Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ρούμπεν Φλάισερ, η ταινία «Οι Διώκτες του Εγκλήματος» αποτελεί μια κομψή διήγηση των γεγονότων που αφορούσαν στις προσπάθειες του Αστυνομικού Τμήματος του Λος Άντζελες να ανακτήσει τον έλεγχο της πόλης του, ανατρέποντας έναν από τους πιο επικίνδυνους μαφιόζους όλων των εποχών. Πρωταγωνιστούν οι υποψήφιοι για Oscar® Τζος Μπρόλιν (“Milk”, “True Grit”) και Ράιαν Γκόσλινγκ (“Half Nelson”, “Drive”) και ο βραβευμένος με Oscar® Σον Πεν (“Milk”, “Mystic River”) στον ρόλο του Μίκι Κόεν. Δίπλα τους θα απολαύσουμε τον υποψήφιο για Oscar® Νικ Νόλτε (“Warrior”, “Affliction”), την Έμα Στόουν, τον Άντονι Μάκι, τον Τζιοβάνι Ρίμπιζι, τον Μάικλ Πένια, τον Ρόμπερτ Πάτρικ και την Μιρέιγ Ένος.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πολ Λίμπερμαν, και φέρει την υπογραφή του Γουίλ Μπιλ.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Ανώνυμα! Απροειδοποίητα! Αδίστακτα!
Η ταινία “Οι Διώκτες του Εγκλήματος” είναι μια ιστορία που μιλάει για λύτρωση, για την επανόρθωση λαθών, για την ανάκτηση αυτού που σου ανήκει και για την αφοσίωση και επιμονή που απαιτείται να έχουν αυτοί οι άνθρωποι, προκειμένου να σώσουν την πόλη που αγαπούν, το Λος Άντζελες.
Προκειμένου να διαφυλάξουν την έννομη τάξη στο Λος Άντζελες, τα μέλη της ειδικής μονάδας του Αστυνομικού Τμήματος, ανέλαβαν τη μυστική αποστολή να εξαρθρώσουν το κύκλωμα μαφίας που μάστιζε την πόλη με επικεφαλής τον περιβόητο Μίκι Κόεν. Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και απεικονίζει τη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ του ’49 και τις ταραχές που ταλάνιζαν την περιοχή. Ο Κόεν είχε τον πλήρη έλεγχο επί της πόλης και των τοπικών αξιωματούχων. Χρειάζονταν πολλά κότσια – και χωρίς την υπόσχεση της δόξας και της υστεροφημίας – για να κλείσει το κεφάλαιο αυτό στην ιστορία της πόλης.
Ο Ρούμπεν Φλάισερ, σκηνοθέτης/παραγωγός της ταινίας με σπουδές στην ιστορία, ανυπομονούσε να «βουτήξει» σε αυτό τον επικίνδυνο κόσμο. «Ήταν πραγματικά συναρπαστική εποχή, που τη χαρακτήριζε η κομψότητα του art-deco. Η πόλη τότε, δεδομένου ότι μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος, βρισκόταν σε μια διαδικασία αναγέννησης και εξάπλωσης,» παρατηρεί. «Υπήρχε ένας έκδηλος περιρρέων ενθουσιασμός για τη νίκη που είχε σημειωθεί, για την επιστροφή των στρατιωτών, για την ανάκαμψη της οικονομίας. Ανέκαθεν με συνάρπαζε αυτή η εποχή, συνεπώς όταν προέκυψε η ευκαιρία, την άρπαξα χωρίς δεύτερη σκέψη.»
Ο Τζος Μπρόλιν, ο οποίος ως Αστυνόμος Τζον Ο’Μάρα είναι επικεφαλής της μονάδας, σχολιάζει «Ο χαρακτήρας που υποδύομαι έχει μόλις επιστρέψει από τον Β’ Παγκόσμιο, όπου πολέμησε προκειμένου να εξασφαλίσει ότι και η χώρα του και πολλές άλλες χώρες θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους. Πρόκειται για έναν ήρωα. Όταν όμως, επιστρέφει στο Λος Άντζελες και αντιλαμβάνεται ότι ο Μίκι Κόεν έχει καταστρέψει την όποια αξιοπρέπεια και τιμή είχε η πόλη, αποφασίζει να πει το «ναι», όταν ο Αρχηγός ζητά τη βοήθειά του. Και ακριβώς επειδή η αποστολή είναι μυστική, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τη νομιμότητα των πράξεών του. Δεν σκέφτεται πως αν κάνει κάτι παράνομο, θα έχει κυρώσεις. Όλοι οι αστυνομικοί της μονάδας συμπεριφέρονται εξίσου χάλια με τους κακοποιούς, γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουν να τους προσεγγίσουν και να τους πιάσουν.»
«Οι ήρωες αναγκάστηκαν να μπουν σε μια κατάσταση, γιατί πολύ απλά όλοι γύρω τους –στην καλύτερη - επιδείκνυαν ανοχή σε όσα συνέβαιναν. Ήταν δύσκολο να μείνεις από τη σωστή πλευρά του νόμου,» προσθέτει ο Ράιαν Γκόσλινγκ, που ενσαρκώνει έναν αστυνομικό που αρχικά δίσταζε να ενταχθεί στη μονάδα. «Κάποιοι από αυτούς λοιπόν, αποφάσισαν ότι δεν πρόκειται να μείνουν άπραγοι παρακολουθώντας την πόλη τους να πέφτει στα χέρια της μαφίας και να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Κάποιοι από αυτούς το έκαναν επειδή δεν άντεχαν να βλέπουν την αδικία, ενώ άλλοι – όπως ο χαρακτήρας που ενσαρκώνω εγώ – το έκαναν γιατί πήραν το θέμα πιο προσωπικά.»
«Εκείνη την εποχή, παρατηρήθηκε μια έντονη στροφή σε επίπεδο κουλτούρας και πράγματι έπρεπε να γίνει κάτι,» λέει ο Λιν. «Οι γκάνγκστερ είχαν καταλάβει τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο και είχαν βάλει στο μάτι το Λος Άντζελες. Επρόκειτο για μια παρθένα περιοχή και το όνειρο κάθε μαφιόζου: γαλανός ουρανός, ηλιόλουστες παραλίες και όμορφα κορίτσια.»
Η Έμα Στόουν που υποδύεται μια επίδοξη ηθοποιό που έγινε καρφί, λάτρεψε την ιστορία αμέσως μόλις διάβασε το σενάριο. «Είχε μια ρομαντική και νοσταλγική αίσθηση, ενώ δεν έλειπε η δράση και η αγωνία. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι μπορούσα να μπω σε αυτή την εποχή και να ταυτιστώ με την ατμόσφαιρά της.»
Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του πρώην συντάκτη/αρχισυντάκτη των Los Angeles Times Πολ Λίμπερμαν. Πρόκειται για μια ρεαλιστική διήγηση της κατάστασης που ο ίδιος αποκαλεί «μάχη για το Λος Άντζελες» και η οποία μαινόταν από τα μέσα του ’40 μέχρι τα τέλη του ’50 ανάμεσα σε αστυνομία και Κόεν. Ο Γουίλ Μπιλ, ένας πρώην ντετέκτιβ του Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Λος Άντζελες, επιμελήθηκε το σενάριο.
«Αυτό που με εντυπωσίασε στους συγκεκριμένους ανθρώπους ήταν ότι ρίσκαρα τα πάντα, και δεν το έκαναν ούτε για υστεροφημία, ούτε για δόξα, ούτε για παράσημα, ούτε για χρήματα... Το έκαναν για το μέλλον της πόλης,» λέει ο Μπιλ. «Πίστευαν στο μέλλον του Λος Άντζελες».
Ο παραγωγός Κέβιν ΜακΚόρμικ λέει, «Το βιβλίο, όπως και τα άρθρα που έγραψε ο Πολ στους L.A. Times (που αποτέλεσαν και τη βάση για την ταινία), κάλυπταν μια πολύ μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Υπήρχε όμως, μια συγκεκριμένη συγκυρία – η ανάληψη των καθηκόντων του αρχηγού της αστυνομίας από τον Μπιλ Πάρκερ – που αποτέλεσε για εμάς τον φυσικό άξονα, γύρω από τον οποίο οικοδομήσαμε την ιστορία.»
Ο «Ουίσκι Μπιλ Πάρκερ» - όπως έμεινε γνωστός ο θρυλικός αρχηγός – ενσαρκώνεται στην ταινία από τον Νικ Νόλτε. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν επρόκειτο να ενδώσει σε κανενός είδους διαφθορά, όπως οι προκάτοχοί του. Αντίθετα, θα την αντιμετώπιζε κατά μέτωπο και για να το κάνει αυτό, έπρεπε να συλλάβει και να καθαιρέσει από τον «θρόνο» του τον Μίκι Κόεν (Σον Πεν).
«Ήξερα ότι θα ήταν μια γκανγκστερική ταινία της παλιάς σχολής με συντελεστές και πρωταγωνιστές που εκτιμώ και θαυμάζω», λέει ο Πεν. «Όταν μου μίλησε ο Ρούμπεν Φλάισερ για το τι ήθελε να κάνει, είπα το ναι χωρίς δεύτερη σκέψη.»
ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στο Λος Άντζελες και τα περίχωρά του. Προκειμένου να γίνει αυτό, η ομάδα παραγωγής αξιοποίησε ιστορικές τοποθεσίες και μεταμόρφωσε άλλες προκειμένου να αναπλάσει μνημειώδη δημοφιλή στέκια της εποχής του Κόεν.
Οι συζητήσεις για την αισθητική και την ατμόσφαιρα της ταινίας ξεκίνησαν νωρίς. Ο διευθυντής φωτογραφίας Ντίον Μπίμπι θυμάται, «Όταν αρχίσαμε να συζητάμε την ταινία με τον Ρούμπεν, αμέσως σκεφτήκαμε το νουάρ. Όσο όμως, κι αν αγαπάμε και οι δύο αυτή την προσέγγιση, δεν θέλαμε να στυλιζάρουμε τόσο πολύ ένα πόνημα που ούτως ή άλλως θα ήταν αρκετά περίπλοκο. Θέλαμε να δώσουμε μια πιο σύγχρονη όψη, ανεξάρτητα από την εποχή στην οποία τοποθετείται η δράση. Ένας τρόπος για να συνδέσουμε τους δύο κόσμους ήταν η απόφαση να γυρίσουμε την ταινία σε ψηφιακό φορμάτ, αλλά να συνδυάσουμε τις κάμερες με αναμορφικούς φακούς. Αυτό σε συνδυασμό με μια πιο δυναμική κίνηση της κάμερας, μας οδήγησε σε μια πιο σύγχρονη αισθητική, διατηρώντας ταυτόχρονα το ύφος και το στυλ της εποχής και του genre.»
Μετά από αυτό, σειρά είχαν οι πιο πρακτικές λεπτομέρειες που θα έδιναν υψηλού επιπέδου ρεαλισμό στην ταινία. «Σε μια ταινία, της οποίας η δράση τοποθετείται στο παρόν, αν η κάμερα κοιτάει πέντε τετράγωνα σε έναν δρόμο, τα τέσσερα μπορείς να τα αφήσεις ως έχουν,» λέει ο Μάχερ Άχμαντ. «Σε μια ταινία εποχής όμως, τα πάντα πρέπει να προσαρμοστούν, ή να κρυφτούν ή να σβηστούν ή να προστεθούν.»
«Δεδομένου ότι είχαμε πολλά εξωτερικά γυρίσματα και έπρεπε να πετύχουμε την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, ομολογώ ότι ήταν τεράστια πρόκληση,» παραδέχεται ο Άχμαντ. «Τη δεκαετία του ’50 επρόκειτο να γίνουν σαρωτικές αλλαγές που θα οδηγούσαν στο Μετά Μοντέρνο στυλ, συνεπώς είχα πολύ διάβασμα.»
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία για την ταινία είναι το Slapsy Maxie’s, το κλαμπ στο οποίο κάθε βράδυ ο Κόεν δειπνούσε με αξιωματούχους. Για την ανάπλασή του, η παραγωγή χρησιμοποίησε ένα κενό κατάστημα, το οποίο ήταν τόσο μεγάλο ώστε να μπορέσει να φιλοξενήσει και ένα μέρος των επιχειρήσεων του Κόεν, όπως προβλεπόταν από το σενάριο.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Ράιαν Γκόσλινγκ άκουσε τη συζήτηση που είχε η υπεύθυνη σεναρίου και έναν ηλικιωμένο αξιωματούχο της πυροσβεστικής. «Της είπε ότι είχε πάει πριν από χρόνια στο Slapsy Maxie’s και είδε τον Μίκι να κάθεται σε ένα τραπέζι μαζί με όλους του τους φίλους,» λέει ο ηθοποιός. «Είπε ότι η πιστότητα που είχαν αποδώσει στο σκηνικό ήταν απερίγραπτη. Πράγματι, το κλαμπ ήταν έτσι, ο Μίκι καθόταν εκεί που καθόταν ο Σον. Η κοπέλα τον ρώτησε αν θυμόταν κάτι συγκεκριμένο κι εκείνος απάντησε ‘ναι, έλεγε πάρα πολλά αστεία. Κανένα από αυτά δεν ήταν πραγματικά αστείο, αλλά όλοι γελούσαν’.»
Μια πολύ σημαντική σκηνή διαδραματίζεται στην Τσάιναταουν, όπου και πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα. Οι προσόψεις των καταστημάτων αναπλάστηκαν, τα φώτα των δρόμων σβήστηκαν και προστέθηκαν κόκκινα χάρτινα φανάρια. Επίσης, το ειδικό συνεργείο, τοποθέτησε και διακοσμητικά φώτα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες συγκεκριμένων σκηνών.
ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΟΥΧΑ
Η ενδυματολόγος Μέρι Ζόρφες ανυπομονούσε να εντρυφήσει στο στυλ της εποχής. «Νομίζω ότι για τους ηθοποιούς είναι απόλαυση να βουτούν σε ένα τέτοιο υλικό σε επίπεδο διαλόγων και δράσης αλλά και σε επίπεδο αισθητικής. Είναι δύσκολο να κάνεις κάποιον να δείχνει κακός με τέτοια ρούχα.»
Για να μπορέσει να ορίσει δύο διαφορετικά στυλ – ένα για τους μαφιόζους κι ένα για τους αστυνομικούς – η Ζόρφες ξεκίνησε από την κορυφή: τον Μίκι Κόεν. «Τα ογκώδη μάλλινα υφάσματα ήταν πολύ δημοφιλή εκείνη την εποχή, αλλά με τον Ρούμπεν σκεφτήκαμε ότι θα είχε ενδιαφέρον αν ο Μίκι πήγαινε αντίθετα στις τάσεις της μόδας. Έτσι, όλα του τα ρούχα είναι ανάλαφρα, λες και θα γλιστρήσουν από το σώμα του. Επίσης, τα χρώματα που επέλεξα για εκείνον είναι πιο ψυχρά – μπλε και γκρι – ενώ για την ειδική μονάδα επέλεξα θερμά χρώματα και καφέ.»
Και η Ζόρφες επέλεξε να ξεφύγει λίγο από το στυλ του πραγματικού Κόεν. «Πήραμε κάποιες λεπτομέρειες ασφαλώς – τα μεγάλα κολάρα που φορούσε, το γεγονός ότι τα περισσότερα αξεσουάρ του είχαν το μονόγραμμά του και άλλες τέτοιες λεπτομέρειες. Στις φωτογραφίες όμως που βρήκαμε στα διάφορα αρχεία, παρατηρήσαμε ότι ακόμα κι αν φορούσε καινούργιο κοστούμι, έδειχνε λίγο ατημέλητος. Εμείς θέλαμε ο Σον να έχει μια εμφάνιση εντυπωσιακή και πάντα περιποιημένη.» Σε ό,τι αφορά το μονόγραμμα, η ενδυματολόγος προσθέτει «Δεν φαίνονται απαραίτητα στα πλάνα, αλλά υπάρχουν. Υπάρχουν στις τσέπες του, στα εσώρουχά του ή τα μανικετόκουμπά του. Με έναν λιγότερο προφανή τρόπο, εκπέμπει το ποιος είναι και σε ποιον κόσμο ζει. Επίσης, ο πραγματικός Κόεν δεν φορούσε ποτέ το ίδιο κοστούμι δεύτερη φορά. Το ίδιο και ο Σον.» Για να δημιουργήσει την έντονη αντίθεση που ήθελε, ενδυματολόγος φόρεσε στους ανθρώπους του Κόεν σκούρα πουκάμισα, ώστε να τον κάνει να ξεχωρίζει ακόμα περισσότερο.
Σίγουρα όμως, το αξεσουάρ που τραβάει περισσότερο απ’όλα την προσοχή, είναι η συνοδός του, η Γκρέις Φάραντεϊ. «Προφανώς, η Γκρέις έχει έναν πολύ πλούσιο φίλο που της αγοράζει τουαλέτες,» λέει η Ζόρφες χαμογελώντας. «Σκέφτηκα τα καθημερινά της φορέματα να είναι από την εποχή πριν τον γνωρίσει, πιο απλά... Οι βραδινές εμφανίσεις της όμως, απαρτίζονται από τουαλέτες και κοσμήματα που της έχει αγοράσει εκείνος.»
Για την Έμα Στόουν, αυτές οι τουαλέτες είχαν το τίμημά τους κατά κάποιο τρόπο. «Η Έμα έχει πάρα πολύ ωραίο σώμα. Σύμφωνα όμως, με το σενάριο αλλά και τις τάσεις της εποχής, το σώμα της έπρεπε να είναι «κλεψύδρα» κι έτσι αναγκαστήκαμε να το «πειράξουμε» λίγο», αποκαλύπτει η ενδυματολόγος. «Τονίσαμε περισσότερο το ντεκολτέ και της φορέσαμε κορσέ ώστε να λεπτύνουμε τη μέση της κατά κάποια εκατοστά. Νομίζω ότι στο τέλος της ημέρας που έβγαζε όλα αυτά τα ρούχα ένιωθε πάρα πολύ χαρούμενη.»
Στο πρώτο της πλάνο στην ταινία, η Στόουν εμφανίζεται απαστράπτουσα φορώντας το αγαπημένο κομμάτι της Ζόρφες. «Λατρεύω αυτή την κόκκινη τουαλέτα. Είναι συγκλονιστική. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις ένα φόρεμα από σκίτσο να γίνεται ολοκληρωμένο ρούχο. Η Έμα δε, το αναδεικνύει υπέροχα.»
Η Ζόρφες κατάφερε να διαχωρίσει τους αστυνομικούς με ένα πολύ απλό στοιχείο: «Οι γκάνγκστερ φορούν συνήθως σταυρωτά σακάκια, ενώ οι καλοί κανονικά.» Μαζί με την ομάδα της, έδωσε σε κάθε έναν αστυνομικό διαφορετικό στυλ, ξεκινώντας από τον Ο’Μάρα. «Είναι βετεράνος πολέμου και πριν από τον πόλεμο ήταν ένστολος αστυνομικός. Έτσι, σκέφτηκα ότι είναι ένας τύπος που δεν τον ενδιαφέρει η εμφάνισή του. Τον νοιάζει μόνο να κάνει τη δουλειά του. Ξέρει ότι ως ντετέκτιβ πρέπει να φοράει κοστούμι – και του φτιάξαμε πέντε ή έξι – αλλά τίποτα το εξεζητημένο που να προσελκύσει την προσοχή. Σε όλη την ταινία, δύσκολα θα καταλάβει κανείς τη διαφορά του ενός κοστουμιού από το άλλο.»
Αντίθετα, ο Τζέρι Γούτερς είναι για την Ζόρφες «ο απόλυτος φασιονίστα, ένας άνθρωπος που ξοδεύει όλα του τα χρήματα σε ρούχα και αξεσουάρ. Σίγουρα τον ενδιαφέρει πολύ η εμφάνισή του.»
Αυτό που απόλαυσε ιδιαίτερα η Ζόρφες ήταν η επιμέλεια του στυλ των κομπάρσων. «Μου αρέσει να ντύνω αυτούς που πλαισιώνουν την πλοκή,» λέει. «Σκέφτεσαι τη χρωματική παλέτα της ταινίας και μετά αποφασίζεις την κεντρική ιδέα κάθε σκηνής. Έτσι, με το που μπαίνει μέσα κάποιος, ξέρεις ακριβώς πώς πρέπει να τον ντύσεις. Έχω μια υπέροχη ομάδα που δούλεψε πολύ σκληρά για να γίνουν έγκαιρα όλες οι πρόβες, οι μεταποιήσεις, τα χτενίσματα, το μακιγιάζ και να έχουμε στη διάθεσή μας ένα υπέροχα αυθεντικό πλαίσιο.» Συνολικά, η Ζόρφες και η ομάδα της δημιούργησαν και επιμελήθηκαν περισσότερα από 3.500 κοστούμια.
ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ «ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ» ΤΟΥΣ
Όπως κι αν ήταν ντυμένος ο κάθε χαρακτήρας – καλός ή κακός – χρειαζόταν το όπλο του για να πει κανείς ότι έχει ένα ολοκληρωμένο λουκ. Ο Ντάγκλας Φοξ ανέλαβε να εξοπλίσει τους ηθοποιούς με τα όπλα που χρειάζονταν. Ο Τάντρος, που συνεργάζεται μαζί του εδώ και 20 χρόνια λέει, «Ο Νταγκ είναι συλλέκτης και μπορεί να σου βρει ό,τι θέλεις. Ήμουν σίγουρος λοιπόν, ότι θα ήταν ο ιδανικότερος για να μας βοηθήσει σε μια ταινία εποχής που απαιτούσε διαφορετικούς τύπους όπλων.»
«Ο Ο’Μάρα έχει πάνω του ένα 45άρι σε όλη την ταινία. Είχαμε αρκετά αυτόματα και καραμπίνες, αλλά δεν θέλαμε να κάνουμε ό,τι συνήθως γίνεται στις γκανγκστερικές ταινίες,» λέει ο Φοξ. «Η παραγωγή ήθελε να χρησιμοποιήσουμε κομμάτια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που ούτως ή άλλως αμέσως μετά τον πόλεμο διοχετεύτηκαν στο οργανωμένο έγκλημα. Έτσι, είχαμε μεταξύ άλλων ένα βρετανικό STEN, ένα ρώσικο PPSh, το οποίο είναι εννιάρι. Επίσης είχαμε ΜΡ40 πολυβόλα, που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε πολεμικές ταινίες.»
Οι ηθοποιοί εκπαιδεύτηκαν από τον ίδιο τον Φοξ προκειμένου να εξοικειωθούν ώστε να τα χρησιμοποιήσουν με απόλυτη ασφάλεια.
Κι ενώ η πλειοψηφία των όπλων είναι είτε εκείνης της εποχής είτε προγενέστερα, ο Φλάισερ ήθελε η ανταλλαγή πυρών να έχει μια πιο φρέσκια ματιά. «Πρόκειται για μία ταινία δράσης. Θέλαμε να είναι διασκεδαστική και να έχει σύγχρονο στυλ για να αρέσει στο κοινό,» εξηγεί.
Ο υπεύθυνος επικίνδυνων σκηνών, Νταγκ Κόλμαν εκπαίδευσε τους ηθοποιούς στις διάφορες τεχνικές. Ο ίδιος εξηγεί, «Ο χαρακτήρας του Τζος Μπρόλιν υποτίθεται ότι είχε περάσει από ειδική εκπαίδευση τόσο στον στρατό όσο και στην αστυνομία. Ο Μίκι Κόεν από την άλλη, ήταν μποξέρ και το στυλ του συνίστατο σε μεγάλες δυνατές γροθιές χωρίς την ταχύτητα που βλέπουμε σήμερα. Έτσι η σύγκριση και η αντιπαραβολή των δύο τεχνικών ήταν πολύ ενδιαφέρουσα για μένα.»
Για να γνωρίσει καλύτερα την εποχή, ο Κόλμαν πέρασε αρκετό καιρό με έναν από τους πρώην οδηγούς του Κόεν, καθώς και με ειδικούς σύμβουλους της Αστυνομίας του Λος Άντζελες. «Μου έδωσαν πάρα πολύ χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το τι γινόταν εκείνη την εποχή.»
«Στην ταινία δεν θα δούμε τη ρομαντική εικόνα που έχουμε σχηματίσει για το ’40,» λέει ο Μπρόλιν. «Η ταινία είναι πιο ρεαλιστική, πιο ωμή και έχει πάρα πολύ δράση και γι αυτό το λόγο νομίζω ότι την απόλαυσα όχι μόνο ως ηθοποιός, αλλά και ως θεατής.»
Για να βρουν τα περίπου 150 αυτοκίνητα – συν τα επιπλέον σε περίπτωση βλάβης – οι άνθρωποι της παραγωγής στράφηκαν στον Τιμ Γουντς. Μεταξύ των οχημάτων που τους έφερε ήταν μια Packard του 1938 με έναν κινητήρα 472 της Cadillac. «Πρώτα εκσυγχρονίσαμε κινητήρα και μηχανικά μέρη και μετά φορέσαμε πάλι το σασί,» λέει Γουντς.
Για τις μετακινήσεις του Κόεν, ο Γουντς βρήκε δύο σπάνιες λιμουζίνες Packard Super 8 του ’49, που υποκατέστησαν την αλεξίσφαιρη Cadillac που είχε στην πραγματικότητα ο αρχιμαφιόζος. Επίσης, έδωσε στην παραγωγή Cadillac του ’48, ’49 και ’50 που εμφανισιακά ήταν απόλυτα ίδιες με αυτές που βλέπουμε σε φωτογραφίες της εποχής. «Η δράση της ταινίας τοποθετείται στα τέλη του 1949, άρα το μοντέλο του 1950 είχε μόλις κυκλοφορήσει. Είχε μια οριζόντια λεπτομέρεια από χρώμιο στην πίσω πόρτα – αυτό το διαφοροποιούσε από τα προηγούμενα μοντέλα.
Ο Ο’Μάρα οδηγεί ένα Ford του 1946 και ο Κόλμαν Χάρις ένα τετράθυρο σεντάν Plymouth του ’46.
iShow.gr

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια