Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Εξομολόγηση του Μάρκου Βαμβακάρη

Στις 22 και 23 Ιουνίου το Ηρώδειο ακούει ρεμπέτικα και πιο συγκεκριμένα Μάρκο Βαμβακάρη σε ένα αφιέρωμα για τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από το θάνατό του.
"Το 1909 με βρέσκει πέντε χρονώ παιδιάκι. Ήμουνα από τότες κιμπάρης. Σφιχτοδεμένος. Είχα πρώιμη ανάπτυξη. Παρατήραγα δεξιά αριστερά. Σφουγγάρι. Τα μάτια μου αρπάχτανε. Εβύζαιναν....

 παντού. Έστηνα τ αυτί κι άκουγα, εκεί που μιλούσαν οι γέροι, οι σοφότεροι. Να μάθω τη γλώσσα. Μου αρέσαν ν ακώ κουβέντες. Όταν ιστορούσανε. Άκουγα. Κι ό τι λέγανε τα κράταγα. Μου αρέσαν τα μυστήρια του ντουνιά. Επάγαινα στις γκάιντες, εκεί που τραγουδάγανε. Το κάθε ξημέρωμα μ έβρισκε στο πόδι.

Από ρουχαλάκια, δεν είχαμε, μπαλωμένα φορήγαμε. Παπούτσια ούτε για δείγμα. Διπλοβελονιά ντουσέκι το παλιοπαντελονάκι. Και μονοφόρι. Κι αν ξέπεφτε κανένα παλιοπάπουτσο, το ραβα με κερωμένο γκιούλι για να μη σπάει. Εχανόμουνε στα χωράφια ξυπολυσιάς. Και τα κανιά μου γιομάτα σημάδια. Έβρεχε και πιλάλαγα στη βροχή. Έπεφτε μπόρα, δεν μ απάνταγε. Το βαζα με τα στοιχειά της φύσης. Βούταγα μια βάρκα και κοντραριζόμουνα με τα κύματα. Την άνοιξη φούσκωνε η ψυχή μου. Εκαθόμουνα με τις ώρες στις πλευρές κι άκουγα τα λουλούδια που έσκαζαν. Είχα μονίμως μια φούντωση. Έτσι ενθυμούμαι.

Πέντε χρονώ, μ έστειλε ο πατέρας σχολείο. Από το υστέρημά του μ αγόρασε ποδιά. Ετότες φορήγαμε ποδιές. Αλατζαδένιες. Υπήρχαν και τα ντρίλια. Κι ήμαστε όλα τα παιδιά μια κοψιά. Λόγω στολής. Τα γράμματα τ αγάπησα, τα παίρνα στον αέρα. Επήγα στο σχολείο. Ξύλινα θρανία. Κι ένας πίνακας. Κιμωλίες με το δελτίο, πιο ακριβές κι απ το γαρούφαλο. Βιβλία δεν είχαμε. Το μάθημα τ αρπάζαμε από το στόμα του δάσκαλου. Μόλις τελείωνα με τη διδασκαλία, ξαμολιόμουνα στα χωράφια και έλεγα μεγαλοφώνως τι άκουσα. Το λεγα πολλές φορές. Αφού φχαριστιόμουνα, το ξανάρχιζα κι έβαζα και δικά μου μέσα. Ό τι μου ρχοτανε. Το μεγάλωνα. Άμα μου άρεσε μια λέξη, μια φράση, την έλεγα και την ξανάλεγα. Κι όταν με σήκωνε στο μάθημα, του ξηγιόμουνα αβέρτα.

Εκεί όμως που πάθαινα μεγάλη ζημιά ήταν με τον Πάρι και την Ωραία Ελένη. Τον Αγαμέμνονα, Ξέρξη, Δαρείο. Τους Άθλους του Ηρακλέους. Όπου εστεκόμουνα, αυτούς τους πατριώτες τους έβλεπα ομπρός μου. Και τις ναυμαχίες. Με πρώτη εκείνη που έλαβε χώρα στη Σαλαμίνα. Ετούτοι οι πρόγονοι πολύ με συγκίνησαν. Ταίριαζαν με την ψυχή μου.

Ο δάσκαλος καταλάβαινε τι αντάρα γινόταν μέσα μου και με είχε περί πολλού. Ήμαστε ζόρικοι. Αλλά σ εμένα δεν σήκωνε ποτές χέρι. Γιατί είχα έρωτα στα γράμματα. Τους άλλους τους μούρλαινε στις φάπες. Τους διάταζε, ο καθένας να φέρνει τη βέργα του. Και με τη βέργα του τον έδερνε. Να και τούτη, να και κείνη. Και του καρούλιαζε τα χέρια.

Όταν έμαθα την αλφαβήτα, γιόμισαν τα μάτια μου δάκρυα. Μου κονόμησε ο πατέρας ένα μολύβι. Εβρήκα κι ένα χαρτί άσπρο κι άρχισα να συνταιριάζω τις πρώτες λέξεις. Τις έγραφα και μετά τις διάβαζα φωναχτά. Τι δε θα δινα να θυμηθώ την πρώτη λέξη που γραψα. Αλάφρωνε η ψυχή μου από τη φούντωση. Τα γράμματα μου παίρναν τη στεναχώρια. Από μικρό παιδάκι στα βάσανα. Έβλεπα τον πατέρα μου να δουλεύει, να κουράζεται. Αλλά το ψωμί δεν έφτανε. Πώς να θρέψει τρία παιδιά; Κι η μάνα μου μαρτύρησε να μας αναστήσει.

Είχα κλίση στα γράμματα. Κι όταν φτάσαμε σ εκείνους, Βυζάντιο και τα ρέστα, ξανάπαθα ζημιά. Όλους εκεινούς τους αυτοκρατόρους, Κωνσταντινούπολη, Αγία Σοφιά. Έπεφτα να πλαγιάσω αλλά πού ύπνος. Τα παιρνα από το δάσκαλο και τα φερνα στον ύπνο. Συντροφία. Ξαγρύπναγα και τα βλεπα. Κοιμόμανε και ρχόσαν στα όνειρα. Βυζάντιο, η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Εσηκωνόμουνε ως υπνοβάτης και ξέβγαινα όξω τις νύχτες, μπας και τους συναντήσω. Κι όλο ρώταγα το δάσκαλο εκείνα που σκεφτόμουνα, να πάρω απαντήσεις.

Αλλά δεν κράτησα πολύ τα γράμματα. Πριν τελειώσω την τέταρτη τάξη, το 1912, επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη και άφησα το σχολείο για να πάμε με τη μάνα μου σε δουλειά. Τρία μωρά στο σβέρκο. Εμένα. Τον Λεονάρδο. Και τον Φραγκίσκο. Ήμανε ο μεγαλύτερος. Κι έπρεπε να κονομάμε. Από δουλειά, εγίνηκα και εφημεριδοπώλης. Εξέκλεφτα χρόνο στις γωνιές και κλεφτά εδιάβαζα τα μεγάλα γράμματα. Τους τίτλους. Κι εμάθαινα τα γραμματάκια. Και τα καλλιεργούσα όπως όπως"
Πυραμίς

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια