Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Ο δράκος της Καλογρέζας

Αθήνα, Κυριακή 26 Ιανουαρίου 1936.
Οι Έλληνες πολίτες προσέρχονται στις κάλπες για να εκλέξουν τη νέα κυβέρνηση της χώρας, μετά το πολιτικό αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί από τις εξελίξεις του θυελλώδους 1935 (αποτυχημένο αντιμοναρχικό κίνημα αξιωματικών με την έγκριση του Ελ. Βενιζέλου τον Μάρτιο, εκλογές με την αποχή των βενιζελικών και νικητές τους Π. Τσαλδάρη και Γ. Κονδύλη τον Ιούνιο, κίνημα του Γ. Κονδύλη και.....

εγκαθίδρυση δικτατορίας τον Οκτώβριο, δημοψήφισμα υπέρ της επιστροφής του Γεωργίου Β’ και της βασιλείας τον Νοέμβριο).
Χωρίς να το γνωρίζουν, είναι η τελευταία φορά που θα ψηφίσουν για τα επόμενα δέκα χρόνια! Λίγους μήνες αργότερα, ο Ι. Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β΄, θα προχωρήσει σε συνταγματικό πραξικόπημα καταργώντας το Κοινοβούλιο και επιβάλλοντας το ολοκληρωτικό καθεστώς της «4ης Αυγούστου», το οποίο θα καταρρεύσει με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941.

Στις 5 το απόγευμα της 27ης Ιανουαρίου, ο Βασίλης Ουραλίδης, κάτοικος της ερημικής -τότε- περιοχής της Καλογρέζας Αττικής, αναζητεί την 5χρονη κόρη του Φωτεινή, η οποία λίγη ώρα νωρίτερα είχε εξαφανιστεί, ενώ έπαιζε με συνομήλικα της κορίτσια στη γειτονιά. Από τις φίλες της κόρης του πληροφορείται πως η Φωτεινή είχε απομακρυνθεί, λίγη ώρα πριν, μαζί με τον Δαμιανό Μαυρομάτη. Το όνομα του 32χρονου πρόσφυγα από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας μετατρέπει την ελαφρά ανησυχία του πατέρα σε αλλοφροσύνη: ο Δ. Μαυρομάτης ζούσε μόνος του σε μία από τις σπηλιές που υπήρχαν, τότε, στην Καλογρέζα και εργαζόταν σποραδικά σε τουβλοποιεία της περιοχής. Ήταν αλκοολικός και έκανε συχνά χρήση χασίς, ενώ παλιότερα είχε νοσηλευτεί στη ψυχιατρική κλινική της Αγίας Ελεούσας λόγω «ψυχοπαθητικής παιδοφιλίας». Λίγες ημέρες πριν, είχε αποπειραθεί να παρασύρει την επίσης 5χρονη Χαρίκλεια Πασχαλίδη, αλλά την τελευταία στιγμή ο πατέρας της είχε αντιληφθεί το περιστατικό και είχε καταφέρει να αποσπάσει την κόρη του από τα χέρια του Δ. Μαυρομάτη, αφού πρώτα τον ξυλοκόπησε. Επιπλέον, κυκλοφορούσαν έντονες φήμες πως, στο παρελθόν, ο Δ. Μαυρομάτης συνήθιζε να επιτίθεται σε μικρά παιδιά με σκοπό να τα κακοποιήσει.

Ο Δαμιανός Μαυρομάτης
Μια ώρα νωρίτερα, ο Δ. Μαυρομάτης, περιπλανώμενος στην περιοχή, είχε εντοπίσει μία ομάδα νεαρών κοριτσιών, που έπαιζαν στη γειτονιά. Από την ομάδα, ξεχώρισε τη Φωτεινή. Την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Ύστερα της έδωσε δύο καραμέλες -όπως συνήθιζε- και της πρότεινε να τον ακολουθήσει για να της δώσει και άλλες. Απομακρύνθηκαν και περπάτησαν μία, περίπου, ώρα μέσα στο δάσος της περιοχής, ώσπου η μικρή κουράστηκε και ο Δ. Μαυρομάτης την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στην σπηλιά όπου διέμενε.

Ο Β. Ουραλίδης ειδοποιεί αμέσως τις τοπικές αστυνομικές αρχές, ενώ παράλληλα μαζί με άλλους κατοίκους της περιοχής συγκροτούν «συνεργεία» για τον εντοπισμό του Δ. Μαυρομάτη και κυρίως της Φωτεινής. Λίγη ώρα αργότερα και ενώ οι έρευνες έχουν ενταθεί, δύο κάτοικοι της περιοχής βλέπουν έντρομοι τον Δ. Μαυρομάτη στην είσοδο της σπηλιάς να κρατά σφιχτά στην αγκαλιά του την Φωτεινή. Το μικρό κορίτσι είναι μισόγυμνο και αιμόφυρτο. Αμέσως, πέφτουν πάνω του και με τη βία αποσπούν από τα χέρια του το σώμα της Φωτεινής και σύρουν τον ίδιο έξω από τη σπηλιά. Εκείνος, δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. «Μη θυμώνετε. Θέλετε να πάω στη φυλακή; Τον ξέρω το δρόμο. Πάμε!» λέει αφοπλιστικά στους διώκτες του.

Ο δράστης παραδίδεται σε χωροφύλακες, που στο μεταξύ έχουν ειδοποιηθεί σχετικά, οι οποίοι τον οδηγούν στο τμήμα Καλογρέζας. Εκεί, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από τους αστυνομικούς, αναφέρει: «(…) Η μικρούλα ήταν η ομορφότερη και γι αυτό τη διάλεξα. Δεν μου έκανε παραπάνω, δεν μου μίλησε για να καταλάβω τι γίνεται. Κινούσε, όμως, τα χεράκια της. Μεθυσμένος ήμουνα και το επλήρωσε με το αίμα της (…). Και εγώ τη λυπήθηκα! Δεν απομακρυνόμουν από το πτώμα γιατί με τραβούσε το αίμα! (…)».

Παράλληλα με τη σύλληψη του Δ. Μαυρομάτη, η μικρή Φωτεινή μεταφέρεται σε κοντινό φαρμακείο για να της γίνει ένεση καμφοράς. Μάταιος κόπος, καθώς βρίσκεται ήδη σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Πεθαίνει, λίγη ώρα αργότερα, από ακατάσχετη αιμορραγία. Η κηδεία της θα πραγματοποιηθεί την επόμενη ημέρα.

Η είδηση του θανάτου της συγκλονίζει την κοινή γνώμη και κινητοποιεί τις αστυνομικές αρχές, που εσπευσμένα ανασύρουν από το αρχείο όλες τις υποθέσεις εξαφάνισης παιδιών από την περιοχή, το τελευταίο διάστημα. Οι φήμες σχετικά με τη δράση του Δ. Μαυρομάτη οργιάζουν. Κάποιες πληροφορίες κάνουν λόγο για επτά παιδιά που έχουν πέσει θύματά του. Οι έρευνες δεν αργούν να φέρουν αποτέλεσμα …

Το απόγευμα της Τετάρτης 29 Ιανουαρίου, δύο πολίτες που βοηθούν τις αστυνομικές αρχές στο έργο τους, εντοπίζουν σε απόσταση διακοσίων μέτρων από το χώρο που είχε βρεθεί το σώμα της μικρής Φωτεινής, μία μικρή σπηλιά από την οποία αναδύεται έντονη δυσοσμία. Με προσεκτικές κινήσεις μπαίνουν στο εσωτερικό της αναζητώντας κάποια πιθανά ίχνη. Στο βάθος, παρατηρούν μία στοίβα από πεθαμένα κοτόπουλα. Υποθέτουν ότι η έντονη, αφόρητη μυρουδιά προέρχεται από αυτά και είναι έτοιμοι να απομακρυνθούν όταν ο ένας από αυτούς, περισσότερο από ένστικτο, επιχειρεί να παραμερίσει με το πόδι του τον όγκο των πεθαμένων πουλερικών. Το παπούτσι του συναντά έναν μεγαλύτερο όγκο. Οι δύο άνδρες φωτίζουν το σημείο και βρίσκονται μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα: ένα μισόγυμνο πτώμα μικρού παιδιού με σημάδια αποσύνθεσης, μάτια διασταλμένα και πρόσωπό στεγνό και ωχρό. Το μακάβριο σκηνικό συμπληρώνουν κάποια ζωύφια, που βγαίνουν από το στόμα και τα αυτιά. Το παιδί είναι δεμένο στα χέρια και τα πόδια με κομμάτια σύρματος, κουρέλια και κομμένες λωρίδες υφάσματος από τα ρούχα του.

Αμέσως, οι δύο άνδρες ειδοποιούν τους χωροφύλακες, που προστρέχουν στο σημείο. Ο αξιωματικός που είναι επικεφαλής των ερευνών, διατάζει να μην μετακινηθεί τίποτα εντός του σπηλαίου μέχρι να φθάσουν οι ιατροδικαστές και τα φωτογραφικά συνεργεία της Σήμανσης. Στο μεταξύ, έχει γίνει γνωστή και η ταυτότητα του θύματος. Πρόκειται για τον 8χρονο Στέλιο Βλαντή, κάτοικο Νέας Ιωνίας Αττικής, ο οποίος είχε εξαφανιστεί από τις 28 Νοεμβρίου 1935.

Όλο το βράδυ, οι γονείς και οι συγγενείς του μικρού Στέλιου περιφέρονται έξω από το σπήλαιο, καθώς χωροφύλακες απαγορεύουν την είσοδο σ’ αυτό, ανάβοντας κεριά και θρηνώντας το χαμό του.

Την επόμενη ημέρα, το πτώμα το άτυχου Στέλιου μεταφέρεται στο νεκροτομείο και λίγες ώρες αργότερα πραγματοποιείται η νεκροψία. Οι ιατροδικαστές διαπιστώνουν ότι ο μικρός Στέλιος είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά μετά το θάνατό του, ενώ ο θάνατος του είχε προέλθει από ασφυξία. Ακόμα, διαπιστώνεται πως έχει γίνει αφαίμαξη σημαντικού μέρους του αίματός του. Μετά το πέρας της εξέτασης, ο ιατροδικαστής Γ. Τρουπάκης (σ.σ.: είναι ο ίδιος που είχε εξετάσει και το πτώμα του Δ. Αθανασόπουλου, στην υπόθεση του εγκλήματος στου Χαροκόπου, το 1931) δηλώνει απερίφραστα: «Ο Μαυρομάτης είναι σαδιστής»! Στη συνέχεια, το σώμα του Στέλιου παραδίδεται στους οικείους του και το απόγευμα της ίδιας μέρας πραγματοποιείται η κηδεία του, στο νεκροταφείο των Πατησίων.

Παράλληλα, οι έρευνες της αστυνομίας στην περιοχή του δάσους της Καλογρέζας και του Βεΐκου συνεχίζονται με εντατικότερους ρυθμούς. Ένα ματωμένο πουκάμισο, μικρού μεγέθους, που βρίσκεται σε μία άλλη σπηλιά της περιοχής δεν και ανήκει ούτε στη Φωτεινή Ουραλίδου, ούτε στον Στέλιο Βλαντή δημιουργεί υποψίες ότι ενδεχομένως να υπάρχει κι άλλο πτώμα. Ωστόσο, παρά την εξονυχιστική εξέταση όλων των πιθανών σημείων, η έρευνα δεν αποδίδει καρπούς.

«Όλοι με διώχνουν»

Η αποκάλυψη των δύο φόνων και κυρίως των λεπτομερειών τους, προκαλεί φρίκη στην κοινή γνώμη και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της, παρά τις έντονες μετεκλογικές ζυμώσεις και πολιτικές εξελίξεις εκείνων των ημερών (στις εκλογές, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής -αντιβενιζελικοί και βενιζελικοί- αναδείχθηκαν περίπου ισόπαλες, με ρυθμιστή της κατάστασης το «Παλλαϊκό Μέτωπο», το οποίο είχε ως δεσπόζουσα δύναμη το Κ.Κ.Ε.). Οι εφημερίδες δημοσιεύουν εκτενή ρεπορτάζ και αποσπασματικές δηλώσεις του Δ. Μαυρομάτη (τον οποίο έχουν ήδη βαφτίσει ως τον «δράκο της Καλογρέζας»), που κάνει κατά τις προσαγωγές του στον ανακριτή και τον εισαγγελέα. Εξάλλου, και οι ξένοι ανταποκριτές αποστέλλουν μακροσκελή τηλεγραφήματα στις εφημερίδες τους, παραλληλίζοντας τη δράση του Δ. Μαυρομάτη με εκείνη του Γερμανού Peter Kurten, ο οποίος σε διάστημα 14 μηνών το 1929-1930 διέπραξε εννέα δολοφονίες -νεαρών γυναικών και παιδιών- επτά απόπειρες φόνου και άλλα μικρότερα αδικήματα (εμπρησμούς κ.α.), «αποκτώντας» το προσωνύμιο «Το βαμπίρ του Ντίσελντορφ»!

Οι απόψεις των ψυχιάτρων που, παλιότερα, είχαν εξετάσει το Δ. Μαυρομάτη συγκρούονται: άλλοι υποστηρίζουν πως ο δράστης πάσχει από «τοξικήν φρενίτιδαν» σε συνδυασμό με «ψυχοπάθεια του ερωτισμού» που έχει ενταθεί λόγω της χρόνιας χρήσης αλκοόλ και χασίς και πως είναι «έκφυλος, ψυχοπαθής, με νοσηράς διαστροφάς», ενώ άλλοι τονίζουν πως παλαιότερα έπασχε από «σύνδρομα ψυχικής ανισορροπίας» τα οποία, όμως, έχουν θεραπευθεί μετά την παραμονή του σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Στο «διάλογο» αυτό θα εμπλακεί και το Υπουργείο Υγιεινής εκδίδοντας ανακοίνωση (στις 31 Ιανουαρίου), στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:

«Ο Δημήτριος Βασιλείου Δαμιανός ή Δαμιανός Μαυρομάτης εισήχθη εις το Δημόσιον Ψυχιατρείον την 3ην Οκτωβρίου του 1934, ως πάσχων εξ΄ αλκοολικής ψυχοπάθειας. Παρέμεινεν υπό θεραπείαν μέχρι της 17ης Οκτωβρίου του 1935, ότε και εξήλθεν ως ιαθείς. Έκτοτε, ουδεμία αρχή ούτε πολίτης ώχλησεν το Υπουργείον περί του ασθενούς τούτου δια την τυχόν επανείσοδον και ιατρικήν παρατήρησιν εις θεραπευτήριον».

Την ίδια ώρα, ο Δ. Μαυρομάτης, παρά τα συντριπτικά στοιχεία σε βάρος του, εξακολουθεί να αρνείται, ενώπιον του ανακριτή, την ένοχή του για τη δολοφονία του Στέλιου Βλαντή. «Μην με ρωτάτε για το φόνο του αγοριού. Δεν ξέρω τίποτα» επαναλαμβάνει στερεότυπα. Οι αστυνομικοί, για να κάμψουν τις αντιρρήσεις του και γνωρίζοντας την αδυναμία του στο χασίς, του προσφέρουν μία μικρή δόση. Στη θέα της, ο Δ. Μαυρομάτης αλλάζει στάση και ομολογεί το έγκλημά του με κάθε λεπτομέρεια:

«Μετά την αποφυλάκισή μου από τας φυλακάς Ωρωπού» λέει «όπου είχα καταδικασθεί σε 6 μηνών φυλάκιση, επήγα στο σπίτι της αδελφής μου στην Ελευθερούπολη της Νέας Ιωνίας. Ο γαμπρός μου κάθε μέρα έβριζε την αδελφή μου ως που μία μέρα δεν βάστηξα και του επιτέθηκα με ένα μαχαίρι. Στο διάστημα αυτό έκανα συχνά φασαρίες, ζητώντας εκδίκηση από τον γαμπρό μου, οπότε με έπιασαν και με πήγαν στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελεούσας στην Καλλιθέα. Εκεί έμεινα ένα μήνα, ως που μια μέρα πήδηξα από το παράθυρο και έφυγα. Με ξανάπιασαν και με ξαναέκλεισαν στο φρενοκομείο, όπου έμεινα δύο μήνες, αλλά και πάλι κατόρθωσα με άλλους δύο μαζί να το σκάσω. Ύστερα από λίγες ημέρες, με έπιασαν και με πήγαν στο Δαφνί. Επειδή, όμως, έπασχα από σκωληκοειδίτιδα με πήγαν στο νοσοκομείο των Ποδαράδων, όπου έκαμα εγχείρηση και από όπου βγήκα μετά 18 ημέρες.

»Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, επήγα πίσω μόνος μου στο Δαφνί αλλά δεν με δέχτηκαν με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν κρεβάτι. Πήγα, τότε, στην Καλογρέζα, όπου ζούσα κάμοντας θελήματα. Εκεί, η κοινωνία με πείραζε, τα δε μικρά παιδιά μ΄ έριχναν πέτρες φωνάζοντας πως είμαι τρελός. Δεν έβρισκα ησυχία και αποφάσισα να εκδικηθώ. Παλιότερα, όταν με είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, πήρα ένα πιστόλι από έναν αστυνόμο και προσπάθησα να πυροβολήσω αυτούς που με πείραζαν. Με πρόλαβαν, όμως, και μου πήραν το όπλο.

»Ένα απόγευμα, καθώς ήμουνα μεθυσμένος, κατόρθωσα με μερικές καραμέλες να παρασύρω έναν μικρό 7-8 χρονών και τον οδήγησα σε μία σπηλιά, κοντά στην Καλογρέζα. Εκεί, αφού τον εκακοποίησα, τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου. Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, ευρήκα παραπέρα, μέσα σε κάτι σκουπίδια, τρεις κότες ψόφιες τις οποίες επήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού. Κάπου-κάπου, επειδή γινόταν λόγος για χαμένα παιδιά στην περιοχή, πήγαινα στην σπηλιά για να ιδώ αν βρίσκεται ακόμα το πτώμα εκεί ή μήπως είχε ανακαλυφθεί».

Αργότερα, στους δημοσιογράφους που τον περιμένουν έξω από το γραφείο του ανακριτή, θα προσθέσει: «(…) Ήθελα να πάω και φυλακή. Όλοι με διώχνουν από κοντά τους …».
Ο Δ. Μαυρομάτης, χαμογελά στο φακό, μετά τη σύλληψή του
Η δίκη

Η δίκη του Δ. Μαυρομάτη διεξήχθη στις 6 και 7 Οκτωβρίου του 1936 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών. Ως μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν οι γονείς των δύο άτυχων θυμάτων, οι οποίοι εξιστόρησαν τις συνθήκες υπό τις οποίες εξαφανίστηκαν τα παιδιά τους και τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν αργότερα κακοποιημένα από τον κατηγορούμενο. Ακόμα, άλλοι κάτοικοι της περιοχής συμπλήρωσαν ότι, παλαιότερα, ο Δ. Μαυρομάτης είχε αποπειραθεί να απαγάγει και άλλα παιδιά της περιοχής, προσφέροντάς τους ως δέλεαρ λίγες καραμέλες.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασαν -κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας της ακροαματικής διαδικασίας- οι καταθέσεις δύο ψυχιάτρων που είχαν εξετάσει τον κατηγορούμενο, οι οποίοι διαφώνησαν στο κρίσιμο ερώτημα αν ο Δ. Μαυρομάτης είχε πλήρη ή μειωμένη ευθύνη των πράξεών του.

Ο ίδιος σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρέμεινε σιωπηλός και στο τέλος αρνήθηκε να απολογηθεί, αν και κλήθηκε επανειλημμένως από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Ακολούθησαν οι αγορεύσεις του εισαγγελέα και των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής και λίγη ώρα αργότερα, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του με την οποία καταδίκαζε το Δ. Μαυρομάτη στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Από το εκτελεστικό απόσπασμα τον έσωσε η ετυμηγορία των ενόρκων, που παραδέχθηκαν μέτρια σύγχυση του κατηγορουμένου κατά την τέλεση των πράξεών του.

Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε στη φυλακή, εκτίοντας την ποινή του.
eglima
topaliatzidiko

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια