Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Η πρώτη απαγωγή παιδιού για λύτρα στην Ελλάδα 1978

30 Δεκεμβρίου 1978. Λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, ο 8χρονος γιος ενός λιβανέζου επιχειρηματία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το σπίτι του στη Γλυφάδα. Στις 9:30 το βράδυ, οι χειρότερες υποψίες της οικογένειας επιβεβαιώθηκαν. Ο μικρός Φαρούκ είχε πέσει θύμα απαγωγής.
Ήταν η πρώτη απαγωγή παιδιού για λύτρα, στην Ελλάδα. Η οικογένεια Ζ.Μ. είχε μετακομίσει στην Ελλάδα λίγο αφότου ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στο Λίβανο. Ο εύπορος λιβανέζος έμπορος με την γυναίκα του και τα τρία μικρά παιδιά τους εγκαταστάθηκαν σε μία βίλα στη Γλυφάδα, ενώ τα τρία μεγαλύτερα έφυγαν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν. Ο Φαρούκ, μόλις 8 ετών, ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας. Η περιοχή που έμεναν ήταν μια ήσυχη και ασφαλής γειτονιά. Τα παιδιά συνήθιζαν να παίζουν αμέριμνα στην περιφραγμένη αυλή και ενίοτε στον δρόμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο 8χρονος βγήκε στον κήπο. Ήταν περασμένες δύο όταν η μητέρα του τον είδε για τελευταία φορά, ενώ συνειδητοποίησε ότι έλειπε, κατά τις 5 το απόγευμα. Αφού δεν τον έβρισκε μέσα στο σπίτι και στους γύρω δρόμους, άρχισε να ρωτά σε διπλανά σπίτια.
Πολύ γρήγορα κινητοποιήθηκε ολόκληρη η γειτονιά.
Οι δικοί του υπέθεταν ότι είχε βγει στο δρόμο να παίξει, ξεχάστηκε και έχασε το δρόμο. Όσο όμως οι ώρες περνούσαν και ο μικρός παρέμενε άφαντος, η ανησυχία άρχιζε να τους κυριεύει. Στις 9:30 το βράδυ, το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε και οι φόβοι της οικογένειας επιβεβαιώθηκαν. Η αντρική φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ενημέρωνε σε σπαστά αγγλικά τον λιβανέζο επιχειρηματία ότι ο γιος του είχε πέσει θύμα απαγωγής από μία ομάδα Παλαιστινίων. Οι απαγωγείς απαιτούσαν ένα εκατομμύριο δολάρια για να αφήσουν το παιδί ελεύθερο και προειδοποιούσαν τον πατέρα να μην έρθει σε επαφή με την Αστυνομία. Ωστόσο, ο Λιβανέζος είχε ήδη δηλώσει την εξαφάνιση του Φαρούκ και βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με την ασφάλεια.
Απαγωγείς σε πανικό
Οι αστυνομικές αρχές κινητοποιήθηκαν αμέσως. Άρχισαν να ανακρίνουν τους γείτονες και να ερευνούν την ευρύτερη περιοχή. Η πρώτη σημαντική μαρτυρία δεν άργησε να έρθει. Ένας γείτονας είχε από μέρες παρατηρήσει ένα άγνωστο αυτοκίνητο να κάνει κύκλους στο τετράγωνο. Επειδή του φάνηκε ύποπτο, κράτησε την πινακίδα. Το στοιχείο αυτό ήταν κομβικό. Οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ότι το όχημα άνηκε σε έναν 38χρονο ιδιοκτήτη σούπερ μάρκετ από την Αρκαδία και άρχισαν να αναζητούν τα ίχνη του. Παράλληλα, στο σπίτι της οικογένειας Ζ.Μ. το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Πρώτα στις 9 το πρωί κι έπειτα στις 12:30. Ο απαγωγέας ακουγόταν πιο ανήσυχος και πιεστικός. Απαιτούσε η ανταλλαγή να γίνει άμεσα. Καθώς ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς όμως, ο πατέρας του Φαρούκ του απάντησε ότι οι τράπεζες ήταν κλειστές και δεν μπορούσε να βρει το ποσό σε μετρητά. Ο απαγωγέας έδειξε να χάνει την ψυχραιμία του και του είπε ότι χρειαζόταν εγγυήσεις. Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. Εν τω μεταξύ, η Αστυνομία είχε ήδη έρθει σε επαφή με συγγενείς και φίλους του 38χρονου ιδιοκτήτη σούπερ μάρκετ. Και όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Έλληνας επιχειρηματίας ενημερώθηκε άμεσα γι’αυτό. Έτσι, στις 2:30 το μεσημέρι ο απαγωγέας επικοινώνησε ξανά. «Δε θέλουμε τίποτα. Θα φέρουμε εμείς το παιδί στο σπίτι, αρκεί να μην κάνετε καταγγελία στην αστυνομία για απαγωγή και να πείτε στους δημοσιογράφους ότι είχατε μαλώσει το παιδί και πήγε σε συγγενικό σας σπίτι»....

Ήταν εμφανές ότι ο άντρας βρισκόταν σε πανικό. Δεν έδωσε άλλες πληροφορίες, είπε μόνο ότι θα επικοινωνούσε ξανά. Ώρες αργότερα τήρησε την υπόσχεσή του. Στις 10:30 το ίδιο βράδυ οι απαγωγείς άφησαν το παιδί σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Φλοίσβο και ειδοποίησαν τους γονείς. Λίγη ώρα μετά, έγινε η επανένωση. Ο μικρός Φαρούκ ήταν σώος και σωματικά υγιής.

Η αποκάλυψη
 Οι αρχές ήταν πλέον βέβαιες ότι εγκέφαλος της απαγωγής ήταν ο 38χρονος ιδιοκτήτης σούπερ μάρκετ και συνεργοί δύο ακόμη άντρες, ένας φίλος και ένας συνάδελφος του. Στάλθηκε άμεσα σήμα με τα στοιχεία τους σε όλα τα τμήματα, τα αεροδρόμια και τα λιμάνια. Οι συνεργοί συνελήφθησαν πρώτοι, ενώ επιχειρούσαν να φύγουν για τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Ο 38χρονος παρέμενε άφαντος. Όταν οι δύο άντρες μεταφέρθηκαν στο τμήμα, ο 8χρονος κλήθηκε για αναγνώριση. Το παιδί τους αναγνώρισε αμέσως, όμως υπέδειξε ότι υπήρχε και τρίτος. Παράλληλα, έχοντας πια ηρεμήσει, μπόρεσε να εξιστορήσει στους αστυνομικούς τι συνέβη τη μοιραία ημέρα. Όπως κάθε μεσημέρι, μετά το φαγητό βγήκε στην αυλή του για να παίξει. Τότε, ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο και οι επιβαίνοντες τον φώναξαν να πλησιάσει. Του είπαν ότι θα τον πήγαιναν στον πατέρα του και τον έπεισαν να μπει μέσα. Ο μικρός, ανυποψίαστος επιβιβάστηκε στο άγνωστο αμάξι και η εφιαλτική διαδρομή ξεκίνησε. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και δεν υπήρξαν φωνές ή αντίσταση, γι’ αυτό και δεν προκλήθηκε αναστάτωση στη γειτονιά. Οι εντάσεις ξεκίνησαν όταν το παιδί αντιλήφθηκε τι συνέβαινε. Ο Φαρούκ άρχισε να φωνάζει και να κλαίει τόσο δυνατά που ανάγκασε τους απαγωγείς του να αλλάξουν το αρχικό τους σχέδιο. Αντί να τον μεταφέρουν σε μία γκαρσονιέρα στην Αργυρούπολη που ο «εγκέφαλος» είχε νοικιάσει για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, ένας συνεργός πρότεινε να χρησιμοποιήσουν το εγκαταλελειμμένο πατρικό του που βρισκόταν σε ορεινό χωριό της Αχαΐας. Τότε οι δρόμοι τους χώρισαν. Οι δύο συνεργοί πήγαν με τον μικρό στο σπίτι, ενώ ο «εγκέφαλος» έμεινε στην Αθήνα και ανέλαβε χρέη διαπραγματευτή. Το σχέδιο της απαγωγής ναυάγησε όταν το πρωί της επόμενης μέρας ο «εγκέφαλος» έμαθε ότι οι αρχές βρίσκονταν στα ίχνη του. Ο ερασιτέχνης απαγωγέας πανικοβλήθηκε. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα τον ανακάλυπταν τόσο γρήγορα, ούτε είχε σκεφτεί ότι εκείνες τις μέρες οι τράπεζες θα ήταν κλειστές. Νιώθοντας ότι δεν είχε πολλές επιλογές, αποφάσισε να αφήσει το παιδί ελεύθερο. Καθώς το αυτοκίνητο των συνεργών του είχε παρουσιάσει βλάβη, έπρεπε να οδηγήσει εκείνος μέχρι το χωριό για να τους φέρει στην Αθήνα. Έτσι κι έγινε. Στον γυρισμό, άφησε πρώτα ελεύθερο τον Φαρούκ στο Φλοίσβο, έπειτα σε διαφορετική περιοχή κατέβηκαν από το όχημα οι δύο συνεργοί και τέλος, ο ίδιος συνέχισε να οδηγεί σκεπτόμενος τι μπορούσε να κάνει για να γλιτώσει. Οι τρεις δράστες.
«Ήθελα να μειώσω την ανισότητα»
Στην απολογία τους, οι δύο δράστες υποστήριξαν ότι όλα ήταν σχέδιο του 38χρονου ιδιοκτήτη σούπερ μάρκετ. Εμφανίστηκαν μετανιωμένοι και τόνισαν επανειλημμένως ότι δεν σκόπευαν να βλάψουν τον μικρό. Απλώς είχαν ανάγκη τα χρήματα. Μία μέρα αργότερα, ο «εγκέφαλος», που αισθανόταν τον κλοιό γύρω του να σφίγγει ασφυκτικά, παραδόθηκε στις αρχές. Όπως και οι συνεργοί του, εμφανίστηκε εντελώς μετανιωμένος. Ομολόγησε ότι όλα συνέβησαν «πάνω σε μία στιγμή τρέλας», ενώ προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του λέγοντας ότι απέβλεπε στο «να μειώσει την ανισότητα ανάμεσα στον ίδιο και στον λιβανέζο έμπορο». Οι τρεις άντρες παραπέμφθηκαν σε δίκη με τις κατηγορίες της σύστασης συμμορίας, αρπαγής ανηλίκου με σκοπό την απόσπαση λύτρων και απόπειρας εκβιάσεως σε βαθμό κακουργήματος. Τελικά, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον 38χρονο σε 7,5 χρόνια κάθειρξη και τους δύο συνεργούς σε 5,5 χρόνια...

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια