Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Καραγκούνικο γλωσσάρι

Ο γλωσσικός θησαυρός των Καραγκούνηδων του Θεσσαλικού κάμπου

Α
Αβγαταίνω=αυξάνω, μεγαλώνω
Αβλάμ’ς=βλάμης
Αγάλια=σιγά, αργά
Αγανώνω=επαλείφω με κασίτερο τα χαλκώματα
Αγγιλικάτος=ευπαθής, χωρίς σφρίγος
Αγγουνός=εγγονός
Αγλήγουρα=γρήγορα
Αγώι=αμοιβή για την μεταφορά φορτίου
Αδάν’στους=αυτός , που δεν δανείζει
Αέλυουτους=αυτός ,που δεν λυώνει
Αλαμανάου=ανακατώνω
Αλάργα=μακριά
Αλόρθα=όρθια
Αλ’πού=αλεπού
Αμπουδάου=εμποδίζω
Αναγλιτσιάζου=σχηματίζω γλιστερή και λασπερή επιφάνεια
Ανάρια=σιγά, αραιά
Ανέσια=ένεση
Άντιρου=έντερο
Αντράλα=ζαλάδα
Αντρουμοίρ’=το μερίδιο γυναικός(χήρας) του άντρα της
Απαγάλια=σιγά, αγάλια
Απαγκιάζου=προφυλλάσω από κάτι,συνήθως αέρα
Απάγκιου=χώρος ,που δεν τον παίρνει ο αέρας
Απαφτούια =απ’αυτό το μέρος
Απίστουμα=μπρούμυτα ,με το πρόσωπο στο έδαφος
Απόπατους=αποχωρητήριο
Απουκάτ’=από κάτω
Απουσταίνομαι=κουράζομαι
Αρλές=φουκαράς, χωρίς κύρος
Αρμηνεύου=δίνω συμβουλές
αστουχάου=ξεχνώ
αστρέχα=άκρη της στέγης
αφαλός=ομφαλός 
Β
Βαβά=γριά γυναίκα ηλικίας, 60 ετών και άνω
Βάζου=κτυπώ με δύναμη
Βάλα=βουβάλα
Βαλομ’σκου=μικρό βουβάλι ενός έτους αρσενικό
Βατσίνα=εμβολιασμός
Βιδούρα=ξύλινο κοίλο δοχείο με το οποίο μετρούσαν τα δημητριακά.Το έλεγαν και κουβέλι.Έπαιρνε 12 οκάδες
Βιρβιρίζου=νοιώθω φόβο

Γ
Γαλίκια=κωνοειδή μεγάλα καλάθια
Γαργαλιάγκους=εξογκωμένος λάρυγγας
Γίν΄κι=έγινε
Γκαβώνου=τυφλώνω
Γκαζουντινικές=τσίγκινο δοχείο
Γκαιντός=αυτός που βλέπει λοξά
Γκαλιαγκδάς=ο μαύρος κόρακας
Γκαλιουρίζου=δεν βλέπω καθαρά
Γκαργκαλιάγκους=λάρυγγας
Γκαφάλ’=ανόητος
Γκιζέρ=άσκοπη βόλτα
Γκιζιρνάου=περιφέρομαι άσκοπα
Γκιζνταν’=περιλαίμιο στα ζώα
Γκιούμ’=τσίγκινο δοχείο με δύο χερούλιακαι καπάκι για να πίνουν νερό
Γκιουρντάν’=περιδέραιο στο λαιμό, ιδιαίτερα των αλόγων
Γκουρτζιά=αγριοαχλαδιά
Γκουτζιάμ’=πολύ μεγάλος
Γλέπου=βλέπω

Δ
Διακουνιάρ’ς=ζητιάνος

Ε
Ένα κι πρώτου=κατ’αρχάς
Έντισμα=μπλέξιμο
Εξάπαντους=χωρίς άλλο
Έρμους=κακόμοιρος

Ζ
Ζαβά=στραβά, ανάποδα
Ζαβάνας=στραβός, ανάποδος
Ζαλίκα=ένα φορτίο
Ζάντζα=ιδιοτροπία, χούι
Ζιβγαρουλίβαδο=λιβάδια για την βοσκή ζώων
Ζιόγκους=εξόγκωμα
Ζιούνταβος=ασθενικός
Ζ’λάπ’=πονρός, ζώο
Ζόρμπα=βίαια
Ζούλα=κρυφά

Θ
Θαμάζου=θαυμάζω
Θιουτ’κά=προερχόμενα από τον θεό
Θ’κιά=θεία

Ι
Ιδώια=εδώ ακριβώς
Ιλιάτσ’=φάρμακο
Ιξόν=εκτός αν, εκτός από
Ιψές=χθές βράδυ
Ιφκί=ευχή

Κ
Κάβ’ρας=κάβουρας
Καθόρ’=ραγδαία βροχή
Καλουπίχερα=εύκολα
Καλουπόρια=καλοπέραση
Καλουπουρεύω=περνάω καλά
Κάμαρη=δωμάτιο
Κάνας=κανένας
Καόνια=πεπόνια
Καραμπάσ’κια=άσπρο πρόβατο με μαύρο κεφάλι
Κάργα=πολύ
Καρκάντζαλους-καλικάντζαρος
Κασκαρίκα=φάρσα
Καταή=καταγής
Καταπχιά=γουλιά
Κάτ’κας=κοτέτσι
Κατράν’=πίσσα
Κατρουσιά=μικρή απόσταση
Κατσιά=καθισιά
Κατσιαμάκι=φαγητό από καλαμποκάλευρο
Κήπχια=κήποι
Κινταύρουμα=είδος βρισιάς
Κλαπανάου=τρώω λαίμαργα
Κλειδουνιά=κλειδαριά
Κλουκουτάου=ανακατώνω
Κλουριάζου=σχηματίζω κουλούρα
Κλούτσα=γκλίτσα
Κόγκ’σα=σκόπιμη αντίρρηση
Κόκουτας=κόκορας
Κουκόσια=καρύδι
Κουκουρεύομι=υπερηφανεύομαι
Κουκουτσέλος=κόκορας
Κουλώνου=διστάζω
Κουντά=κοντά
Κουντίτιρα=πλησιέστερα
Κουντουσβόιρας=μικρόσωμος
Κουρκούτας=άνθρωπος χωρίς μυαλό
Κουρκουφέξουλα=ανοησίες
Κουσεύου=τρέχω
Κουσιάνα=κοτσίδα
Κουτάω=τολμώ
Κούτσινος=μικρός
Κούτσ’κους=μικρός
Κουψίδια=κομμάτια κρέατος
Κραπανάου=χτυπάω τα δόντια
Κρατσιανάου=ροκανίζω, σπάζω
Κρένου=μιλάω
Κριμαντζουλιόμι=κρέμομαι
Κρούτα=πρόβατο με κέρατα
Κρυότ’=δροσερός καιρός

Λ
Λαβίζου=μιλάω διαρκώς
Λαιάζου=υσυχάζω
Λακάου=φεύγω τρέχοντας
Λαλαγγίτα=τηγανίτα
Λάνταβους=γρήγορος στις ενέργειές του,παράφορος
Λαχταρνάου=φοβάμαι
Λέσιου=ψοφίμι
Λέτσιους=βρομερός,ατημέλητος
Λιάκατα=εντόσθια
Λιάκατου=μικρό παιδί 6-10 χρόνων
Λιβακώνου=καίομαι
Λιλί=χρήμα
Λιμασμένους=πεινασμένος
Λιπιτσίνα=πολύ αδύνατος άνθρωπος
Λιφαντουπάν’=αράχνη
Λόγγους=δάσος
Λόρδα=υπερβολική πείνα
Λούρα=βέργα
Λουχνάρια=εξανθήματα

Μ
Μαγαρίζου=λερώνω
Μαλάτα-γαλάτα=πλήρη, ακέραια
Μανέστρα=κριθαράκι
Μαντάρα=άνω-κάτω
Μασκαρλίκ’=πράξη που προκαλεί το γέλιο
Μασλάτ’=κουβεντολόι
Μαστραπάς=γυάλινη κανάτα
Μάτα=ξανά
Μας’τα=μαζεψέτα
Ματσιαλάου=μασάω
Ματσ’κώνου=χτυπάω
Μέλ’τσα=μέλισσα
Μηλίγγια=κρόταφοι
Μιράδ’=κομμάτι
Μισάλ’=τραπεζομάντηλο
Μιταλαβιά=θεία κοινωνία
Μιτζ’μένους=μεθυσμένος
Μόκου=τσιμουδιά
Μόλ’τσα=σκόρος
Μούγκλαβους=αυτός που δεν καταλαβαίνει
Μουλουγάου=δηιγούμαι
Μουραπάς=διήγηση
Μπάκακας=βάτραχος
Μπάνα=ας
Μπιτίζου=τελειώνω
Μπιλιτζίκια=βραχιόλια
Μπίτ’=τελείως, ντιπ
Μπούζ’=πολύ κρύο
Μπούκα=μήλο προσώπου
Μπουμπουνίζ’=αστράφτει και βροντά
Μπουχαρής=τζάκι

Ν
Νίβου=πλένω
Νιραγώι=αυλάκι
Νόμ’=δός μου
Νουμάζου=αποφασίζω
Νουμάτ’=νομάτοι, άτομα
Νουτίζου=υγραίνομαι
Ντίπ=εντελώς, καθόλου
Ντραγάτ’ς=αγροφύλακας

Ξ
Ξαγγρίζου=υπενθυμίζω, ερεθίζω
Ξαλλάζου=αλλάζω ρούχα
Ξανάρτα=φαγητά νηστίσιμα
Ξαπουσταίνου=αναπαύομαι
Ξαστουχάου=ξεχνάω
Ξέχουρα=χωριστά
Ξιακρίζου=ξεμοναχιάζω κάποιον
Ξιαστόχαστους=αυτός που ξεχνάει
Ξιβγάνου=καθαρίζω ρούχα, χόρτα
Ξιγιλάου=εξαπατώ, παραπλανώ
Ξιζάρκουτος=ζωηρός, άτακτος
Ξιθ’ληκώνου=βγάζω απ’ τη θηλιά
Ξικακιώνου=ξεθυμώνω
Ξιμισκλίζου=κόβω στη μέση
Ξιμπλέτσουτους=γυμνός
Ξιμπλιτσώνου=γυμνώνομαι
Ξιντένου=βγάζω τα ρούχα
Ξιντένουτους=όχι ζεστά ντυμένος
Ξιπαιάζου=παγώνω
Ξιπίτηδις=σκόπιμα
Ξισκάου=ανακουφίζομαι
Ξιαστουχάου=ξεχνάω
Ξιτσανίζου=βγάζω χούια
Ξιχούχλουτους=πρόχειρος στις σκέψεις και στις ενέργειες

Ο
Όγκουμα=βάρος στο στομάχι
Όμπυου=πύον
Ούλα=όλα
Ουλούθι=παντού
Ουντίζου=ομοιάζω, ταιριάζω
Ουντικεί=εκεί κοντά
Ουργιά=το μήκος ίσα με το άνοιγμα των χεριών

Π
Παγαδιάζου=μαλακώνω
Παγάλια=σιγά
Παγκλίδια=κομμάτια σπασμένου πράγματος
Παίδια=πλευρά
Παίνις=παινέματα
Παλαμίζου=επαλείφω με χώμα ανακατωμένο με βουνιά αγελάδας
Παλάντζα=είδος ζυγαριάς
Παλατζέρνου=κινούμαι προς τα εδώ και προς τα εκεί
Παπαρδέλας=φλύαρος
Παραμάσκ’λα=κάτω από τη μασχάλη
Πασκαλιά=το Πάσχα
Πασταλάκια=φρέσκα φασολάκια
Παταμ’σιά=το ίχνος που αφήνει το πόδι ανθρώπου ή ζώου
Παταριά=το κτύπημα με τις παλάμες στο πρόσωπο
Παταρνάου και παταρίζω=φεύγω μακριά από φόβο
Πατλιτζιάνα=μελιτζάνια
Πάτσ’=ίσα-ίσα
Πιδουκλιά=τρόπος να ρίξει ο ένας καταγής τον άλλο
Πιρόν’=καρφί
Πιρούλια=πιρούνια
Πιρουνιάζω=διεισδύω, διαπερνάω
Πισουκάπλ’α=επάνω στα καπούλιατου αλόγου ,γαιδαριού
Πιστιμάλ’= ποδιά μάλλινη στον αργαλειό
Πλαιάζου=ξαπλώνω,κοιμάμαι
Πλαλάου=τρέχω
Πλέγα=κολύμπι στο ποτάμι
Πλιβραμιά=τα πλευρά από γουρούνι
Πλιθιά=υλικό για χτίσιμο σπιτιού
Πλιμόνια=πνευμόνια
Πλουκάρ’=το σύνολο των μαλλιών από το κούρεμα ενός προβάτου
Πόστα=δριμεία παρατήρηση
Πουδάρια=πόδια
Πούθι=από πού
Πουντιάζω=κρυολογώ
Πουρεύω=έχω τα αναγκαία, περνάω
Πουριά=είσοδος
Πουτσαρίνα=γυναίκα άξια και εργατική
Προυγκάου=διώχνω με φωνές και θόρυβο
Προυκάνου=προλαβαίνω
Προυσάγγουνα=δισέγγονα
Π’τάρια=πρόσφορα
Πχί=το πιόμα

Ρ
Ρούγα=αυλή του σπιτιού

Σ
Σαιάς=το λινό πανωφόρι της καραγκούνας
Σάμα=μήπως
Σάματι=μήπως
Σάμπους=μήπως
Σαπού=σε ποιο μέρος
Σαρμανίτσα=κούνια βρεφική από σανίδια
Σβαγγανάου=χτυπώ με δύναμη
Σβόιρας=κοντόσωμος άνθρωπος
Σγκρουβάλ’=χοντρό τεμάχιο από τυρί, χώμα, ζάχαρι ή αλάτι
Σγκρουμπούλ’=μικρό εξόγκωμα στο σώμα
Σγρόθους=γροθιά
Σέια=πράγματα
Σιακεί =προς τα εκεί
Σιαπά’=προς τα επάνω
Σικόρφ’=η εσωτερική στα πλευρά του σώματος τσέπη του σακκακιού
Σιουγκρίζου και σιουγκράου=σπρώχνω κάποιον να κινηθεί, συμβουλεύω
Σιούτους=ζώο, ιδιαίτερα πρόβατο, που δεν έχει κέρατα, άνθρωπος απερίσκεπτος
Σκαμνιά=μουριά
Σκαρίζου=ξυπνώ τα πρόβατα και τα οδηγώ για βοσκή
Σκιαζούρ’ς= αυτός που φοβάται
Σκιρβιλές=άχρηστος
Σκουρδουκαίλα=αδιαφορία για κάτι
Σ’μά=κοντά
Στέρφα=στείρα
Στράνια=ρούχα
Στρέχου=συμφωνώ
Συβάζου=αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζομαι
Συβάσματα=αρραβώνες
Συγκαθάου=επιθυμώ
Συνιρίζουμι=δίνω σημασία

Τ
Τάζου=υπόσχομαι
Τζιαμαλάια=με αχτένιστα μαλλιά
Τζιτζιβές=μπρίκι
Τζιτζίνα=ωμοπλάτη
Τηράου=κοιτάζω
Τιτχιώνου=πειράζω
Τ’μαρεύου=τακτοποιώ
Τουλούμπα=αντλία νερού σε βάθος 6-7 μέτρων περίπου
Τρανεύου=μεγαλώνω σε ηλικία
Τραπέτσ’=πολύ ξυνό
Τραχ’λιά=περιλαίμιο
Τριψάνα=πρόχειρο πρωινό φαγητό με γάλα και ψωμί
Τρόυρα=τριγήρω
Τσάκια=δισάκια μάλλινα
Τσέντζιλα=κουρέλια
Τσιαλιά=ξηρόκλαδα και άχυρα, τα οποία χρησιμοποιούσαν να ανάβουν τη φωτιά
Τσιαμασίρια=διάφορα εργαλεία
Τσιανάκια= οικιακά σκεύη
Τσιαρδάκ’=χώρος σταυλισμού των προβάτων το καλοκαίρι
Τσιάτσιαλα=κομμάτια
Τσιάφ’=πάχνη
Τσιάχαλα=ξυλάκια με άχυρα
Τσιγαρίδις=κομμάτια χοιρινού λίπους με ελάχιστο κρέας
Τσιόνια=πουλιά
Τσιουκανάου=δέρνω, πονάω
Τσιουρλόκουλους=διάρροια
Τσιρέπια=μάλλινες κάλτσες
Τσιρινιάζου=μουδιάζω
Τσιτσέκ’=μικρός, ανώριμος
Τωραϊά=αυτή την ώρα

Φ
Φ’λάου= προστατεύω
Φουκάλ’=σκούπα
Φούσμα=ορμή, δύναμη
Φρουσκ΄λιά=αφροξυλιά(δέντρο)

Χ
Χαζουντάμαρου=άτομο από χαζό νταμάρι
Χαϊάτ’=υπόστεγο του σπιτιού
Χαλεύου=ζητάω
Χαλκιάς=σιδηρουργός
Χάλπια=τέσσερις πάσσαλοι κάρου
Χαμπέρι=είδηση
Χαραμίζου=καταστρέφω
Χινόπουρος=φθινόπωρο
Χιόλια=χέλια
Χλαπανάου=τρώω λαίμαργα και γρήγορα
Χλιάρα=ξύλινη κουτάλα
Χλιάρας=ανόητος, βλάκας
Χούϊ=συνήθεια
Χουσμέτ’=μικροδουλειά, υπηρεσία
Χούχλους=βρασμός

Ψ
Ψες=χθες βράδυ

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια