Ένα τεράστιο βήμα που θα βοηθήσει και θα ανοίξει τον δρόμο, ώστε οι γιατροί να μαθαίνουν έγκαιρα, με μη επεμβατικό τρόπο, αν το έμβρυο έχει κάποια από τις χιλιάδες πιθανές γενετικές ανωμαλίες,θα μπορούν δηλαδή να διαβάσουν το μέλλον της υγείας του, έκαναν Αμερικάνοι επιστήμονες…
Με δείγμα αίματος από την έγκυο μητέρα και με δείγμα σάλιου από τον πατέρα, κατάφεραν για πρώτη φορά να αποκωδικοποιήσουν σχεδόν ολόκληρο το γονιδίωμα ενός εμβρύου, όταν αυτό βρίσκεται ακόμη μέσα στη μήτρα. Η ανάγνωση του γενετικού υλικού του παιδιού κατέστη εφικτή, επειδή κατά την εγκυμοσύνη, τμήματα από το εμβρυακό DNA μεταφέρονται στο πλάσμα του αίματος της μητέρας.
Έτσι, αντί να ληφθεί με επεμβατική τεχνική απευθείας ένα δείγμα DNA από τον ιστό του πλακούντα ή από το αμνιακό υγρό (μέσω αμνιοκέντησης που ενέχει κινδύνους αποβολής σε ποσοστό 1%), ώστε να γίνει έλεγχος για συγκεκριμένες μόνο διαταραχές όπως το σύνδρομο Ντάουν, είναι πλέον δυνατό να αξιοποιηθούν τα ίχνη του εμβρυικού DNA στο πλάσμα του μητρικού αίματος (δηλαδή στο αίμα χωρίς τα κύτταρα).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γενετιστή Τζέι Σέντουρ του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον (Σιάτλ), πήραν δείγμα από το πατρικό DNA (μέσω του σάλιου), για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν το μητρικό από το εμβρυικό DNA στο αίμα της εγκύου. Περίπου το 90% του πλάσματος στο μητρικό αίμα προέρχεται από την ίδια και το υπόλοιπο 10% από το έμβρυο, γι' αυτό χρειάζεται μία πολύπλοκη βιοστατιστική ανάλυση για να διαχωριστεί σωστά το ένα από το άλλο. Προς το παρόν η συγκεκριμένη γενετική ανάλυση είναι δύσκολη, αλλά θα βελτιώνεται συνεχώς, όσο αναπτύσσεται η τεχνολογία ανάγνωσης του γονιδιώματος.
Οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν την ακρίβεια σε ποσοστό περίπου 98% της προγεννητικής αποκωδικοποιήσης του DNA του παιδιού, αναλύοντας μετά τη γέννηση δείγμα αίματος από τον ομφάλιο λώρο του. Όμως διευκρίνισαν ότι θα χρειαστούν ακόμα αρκετές βελτιώσεις, ώσπου η τεχνική τους να χρησιμοποιηθεί από τους γιατρούς σε μερικά χρόνια.
Ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθεί, είναι πόσο νωρίς κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται η ανάγνωση του γονιδιώματος του εμβρύου, δηλαδή σε ποιά εβδομάδα της κύησης, καθώς η ποσότητα του εμβρυικού DNA μεταβάλλεται συνεχώς στο αίμα μητέρας.
Από την άλλη, αν και τα μωρά κληρονομούν ένα αντίγραφο κάθε γονιδίου τους από τον πατέρα και την μητέρα τους, νέες μεταλλάξεις (de novo) μπορούν να εμφανιστούν αυθόρμητα, οι οποίες δεν προϋπήρχαν σε κανένα από τους δύο γονείς, πράγμα που περιπλέκει τα πράγματα. Όμως η μεγαλύτερη δυσκολία για τους επιστήμονες είναι πώς τελικά να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν όλες αυτές τις γενετικές πληροφορίες που τους παρέχει το εμβρυακό DNA, κάτι που απαιτεί πολύ χρόνο. Παράλληλα, οι γιατροί δεν μπορούν να είναι σίγουροι κάθε μετάλλαξη ποια συνέπεια μπορεί τελικά να έχει για την υγεία του παιδιού.
Οι επιστήμονες, όσο περισσότερες αποκωδικοποιήσεις γονιδιωμάτων κάνουν, τόσες περισσότερες νέες μεταλλάξεις συναντούν και έτσι δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ποιές από αυτές θα οδηγήσουν σε κάποια ασθένεια. Είναι ήδη γνωστό ότι περίπου 3.000 σπάνιες γενετικές ασθένειες προκαλούνται από την μετάλλαξη ενός και μόνο γονιδίου και αυτές εμφανίζονται κατά μέσον όρο στο 1% των παιδιών που γεννιούνται (όπως η νόσος Χάντιγκτον, το σύνδρομο Μάρφαν, η κυστική ίνωση, το ρετινόβλάστωμα κ.α.).
Με δείγμα αίματος από την έγκυο μητέρα και με δείγμα σάλιου από τον πατέρα, κατάφεραν για πρώτη φορά να αποκωδικοποιήσουν σχεδόν ολόκληρο το γονιδίωμα ενός εμβρύου, όταν αυτό βρίσκεται ακόμη μέσα στη μήτρα. Η ανάγνωση του γενετικού υλικού του παιδιού κατέστη εφικτή, επειδή κατά την εγκυμοσύνη, τμήματα από το εμβρυακό DNA μεταφέρονται στο πλάσμα του αίματος της μητέρας.
Έτσι, αντί να ληφθεί με επεμβατική τεχνική απευθείας ένα δείγμα DNA από τον ιστό του πλακούντα ή από το αμνιακό υγρό (μέσω αμνιοκέντησης που ενέχει κινδύνους αποβολής σε ποσοστό 1%), ώστε να γίνει έλεγχος για συγκεκριμένες μόνο διαταραχές όπως το σύνδρομο Ντάουν, είναι πλέον δυνατό να αξιοποιηθούν τα ίχνη του εμβρυικού DNA στο πλάσμα του μητρικού αίματος (δηλαδή στο αίμα χωρίς τα κύτταρα).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γενετιστή Τζέι Σέντουρ του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον (Σιάτλ), πήραν δείγμα από το πατρικό DNA (μέσω του σάλιου), για να μπορέσουν να ξεχωρίσουν το μητρικό από το εμβρυικό DNA στο αίμα της εγκύου. Περίπου το 90% του πλάσματος στο μητρικό αίμα προέρχεται από την ίδια και το υπόλοιπο 10% από το έμβρυο, γι' αυτό χρειάζεται μία πολύπλοκη βιοστατιστική ανάλυση για να διαχωριστεί σωστά το ένα από το άλλο. Προς το παρόν η συγκεκριμένη γενετική ανάλυση είναι δύσκολη, αλλά θα βελτιώνεται συνεχώς, όσο αναπτύσσεται η τεχνολογία ανάγνωσης του γονιδιώματος.
Οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν την ακρίβεια σε ποσοστό περίπου 98% της προγεννητικής αποκωδικοποιήσης του DNA του παιδιού, αναλύοντας μετά τη γέννηση δείγμα αίματος από τον ομφάλιο λώρο του. Όμως διευκρίνισαν ότι θα χρειαστούν ακόμα αρκετές βελτιώσεις, ώσπου η τεχνική τους να χρησιμοποιηθεί από τους γιατρούς σε μερικά χρόνια.
Ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθεί, είναι πόσο νωρίς κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να γίνεται η ανάγνωση του γονιδιώματος του εμβρύου, δηλαδή σε ποιά εβδομάδα της κύησης, καθώς η ποσότητα του εμβρυικού DNA μεταβάλλεται συνεχώς στο αίμα μητέρας.
Από την άλλη, αν και τα μωρά κληρονομούν ένα αντίγραφο κάθε γονιδίου τους από τον πατέρα και την μητέρα τους, νέες μεταλλάξεις (de novo) μπορούν να εμφανιστούν αυθόρμητα, οι οποίες δεν προϋπήρχαν σε κανένα από τους δύο γονείς, πράγμα που περιπλέκει τα πράγματα. Όμως η μεγαλύτερη δυσκολία για τους επιστήμονες είναι πώς τελικά να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν όλες αυτές τις γενετικές πληροφορίες που τους παρέχει το εμβρυακό DNA, κάτι που απαιτεί πολύ χρόνο. Παράλληλα, οι γιατροί δεν μπορούν να είναι σίγουροι κάθε μετάλλαξη ποια συνέπεια μπορεί τελικά να έχει για την υγεία του παιδιού.
Οι επιστήμονες, όσο περισσότερες αποκωδικοποιήσεις γονιδιωμάτων κάνουν, τόσες περισσότερες νέες μεταλλάξεις συναντούν και έτσι δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ποιές από αυτές θα οδηγήσουν σε κάποια ασθένεια. Είναι ήδη γνωστό ότι περίπου 3.000 σπάνιες γενετικές ασθένειες προκαλούνται από την μετάλλαξη ενός και μόνο γονιδίου και αυτές εμφανίζονται κατά μέσον όρο στο 1% των παιδιών που γεννιούνται (όπως η νόσος Χάντιγκτον, το σύνδρομο Μάρφαν, η κυστική ίνωση, το ρετινόβλάστωμα κ.α.).
0 Σχόλια