Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Βρισιές στα… αρχαία Ελληνικά

Όσοι έχουν την κακή συνήθεια να βρίζουν,
αν δεν μπορούν να την κόψουν,
τουλάχιστον ας προσπαθήσουν χρησιμοποιούν
την αρχαία ελληνική γλώσσα
για είναι λιγότερο χυδαίοι…
Αφόδευε εντός = Χέσε μέσα
Λάβε κίναιδε = Πάρ’ τα π…..
Ύπαγε γαμηθείναι = Άντε γ……
Όδευε εις συνουσίαν = Άντε γ……
Λάβε τους όρχεις ημών = Πάρ’ τα α…… μας
Εσύ εστί για τον πέο = Είσαι για τον π…..
Λάβε έναν αυνανιστήν = Πάρε ένα μ…..!
Κάμνω σε τι, μήτηρ; = Τι σου κάνω μάνα μου;
Άλφα τράπεζα πίστεως = Πρώτο τραπέζι πίστα
Αφόδευε υψηλά και ηγνάντει = Χέσε ψηλά κι αγνάντευε
 Ίνα πέρδεις επί τοις όρχεσίν μου = Θα μου κλάσεις τα α……!
Είχον τε κνησμόν οι όρχεις μου = Και με τρώγαν τα α…… μου!
Άντε κάνε έρωτα παθητικά σερβιέτα = Άντε γ…… μ……..!
Ποιώ έρωτα δια το αιδοίο της μητρός σου = Γ… το μ…. της μάνας σου
Σου συνουσιάζεται ο οίκος που διαμένεις ομοφυλόφιλε = Σου γ……. το σπίτι π…..
Ευμεγέθους σωματικής διάπλασης ατομικός εραστής = Χοντρομ……
Θα σου συνουσιάσω τον οίκο όπου διαμένεις παλιό ομοφυλόφιλε = Θα σου γ….. το σπίτι παλιόπ…!!!
Της επιχρήμασις εκδηλωμένης γυναικός το σίδερον κιγκλίγωμα = Της π……. το κάγκελο!!!
Τα εκ μεταξίου γενόμενα εσωενδύματα εκ μεταξίου γενόμενα οπίσθια απαιτούσι = Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και μεταξωτούς κώλους
Λάβε πέντε, ω αυνανιστά (συνοδευόμενον από έκτασιν των δακτύλων της μίας χειρός) = Πάρε πέντε, ρε μ…..! (μαζί με φάσκελο)
Συγγνώμη εύειδες κοράσιον, ο σος πατήρ σακχαροπλάστης ετύγχανε ών; = Συγγνώμη κοπελιά, ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
Η παλινδρομική κίνηση ισχύως επί καθέτου αξόνως, βαίνουσα συνεχώς αυξανόμενης εντάσεως και εκπέμπουσα υδάτινα βλήματα επί φανταστικού στόχου = μ…… 
Λαβέ ταύτα Ελισσάβετ και ποίησέ τα επί πλαισίου = Πάρτα Λίζα και κάντα κορνίζα!
Εκοπρίσθη η φοράς παρά τοις αλωνίοις = Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι
Μη μου τους όρχεις τάρατε = Μη μου πρήζετε τα α…..
Χαίρε ημάς το πλατύφυλλο = Χαιρέτα μας τον πλάτανο
Έξω κύον εκ τας οικίας = Έξω π….. απ’την μπαράκα (πρόχειρη κατοικία)
Ταύτα λαβείν μωρή νοσούσα = Πάρ’ τα μωρή άρρωστη

ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό [ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΒΔΕΩ: πέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί / στήθος [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίο
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΛΕΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
Αμάρευμα: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
Βδέλυγμα: σίχαμα
Έκφαυλος: ατιμασμένος
Κόβαλος: παράσιτο
Κόπρειος: τιποτένιος
Μιάστωρ: μίασμα
Σκωραμίς: απατεώνας / καθίκι

Πώς προέκυψε η λέξη βωμολοχία
Βωμολοχία: βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς. Αυτή η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία. Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.

Αρχαία ελληνικά ανέκδοτα ΕΔΩ

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια