Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Τα φρικιαστικά εγκλήματα που συγκλόνισαν το Πανελλήνιο

Κάθε έγκλημα έχει και την τιμωρία του. Οι δράστες στις παρακάτω περιπτώσεις καταδικάστηκαν από την δικαιοσύνη, από τη συνείδηση τους, ή κι από την ίδια την κοινωνία.
Εγκλήματα πάθους, μίσους, παράνοιας, διαστροφής. “Οπως κι αν τα χαρακτηρίσει κανείς δεν παύουν να προκαλούν σοκ και αποτροπιασμό στην κοινωνία. Φρικιαστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα και συγκλόνισαν την κοινή γνώμη όπως αυτό με τη μικρή Άννυ και τα 3 κοριτσάκια της Πάτρας που σε αφήνει άφωνο..
Διαβάστε τα φρικιαστικά εγκλήματα στην Ελλάδα:

Βασίλης Λυμπέρης
Τις πρώτες ημέρες του 1972, ο Βασίλης Λυμπέρης βάζει σε εφαρμογή σχέδιο να εξοντώσει την οικογένεια του. Ένα χρόνο πριν η γυναίκα του με διαθήκη της, άφηνε την περιουσία της στα παιδιά της.Το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου, άδειασε μπετόνια με βενζίνη στο σπίτι και έβαλε φωτιά. Προηγουμένως είχε πάει στον κινηματογράφο, προσπαθώντας να βγάλει την ιδέα του φονικού από το μυαλό του.
Δυστυχώς η ιδέα του είχε καρφωθεί για τα καλά στο κεφάλι και την έκανε πράξη, καίγοντας ζωντανούς τη γυναίκα, τα παιδιά του και την πεθερά του.
Ο 27χρονος τότε Λυμπέρης κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικειό Αθηνών και καταδικάστηκε σε θανατική ποινή.
Παρασκευή, 25 Αυγούστου, 1972, στις 05:49 τα ξημερώματα έκτλέσθηκε στην θέση «Δύο Αοράκια» Νέας Αλικαρνασσού, Ηρακλείου Κρήτης. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.
Μανώλης Δουρής
Στο άψυχο σώμα του αγοριού, στον πρωκτό και το στόμα, βρέθηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκαν στον Μανώλη Δουρή. Ο καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης που ερεύνησε το θέμα δήλωσε στην Ελευθεροτυπία: «από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος»....
Πρωτοχρονιά του 1994 αποκαλύπτεται ότι ο μικρός Νίκος Δουρής που είχε βρεθεί βιασμένος και δολοφονημένος, υπήρξε θύμα του ίδιου του του πατέρα, Μανώλη Δουρή ο οποίος είχε άλλα έξι παιδιά.
Ήταν συγκλονιστικός ο τρόπος με τον οποίο έδειχνε τον πόνο και το σπαραγμό του για το δολοφονημένο παιδί του λίγες μέρες πριν ομολογήσει ότι ο ίδιος διέπραξε το φρικτό έγκλημα που συντάραξε την ελληνική κοινωνία.
«Είμαι ένα μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου με απάνθρωπο τρόπο να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω», είχε δηλώσει ο ίδιος.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1996, «αυτοκτόνησε» στις φυλακές της Τρίπολης, μη μπορώντας να αντέξει αυτά που τράβαγε από τους συγκρατούμενούς του στην φυλακή όπως είχε πει στη μητέρα του λίγες ημέρες πριν από την πράξη του.
Θεόφιλος Σεχίδης
Φοιτητής Θεολογίας έσφαξε 5 συγγενείς του
Αύγουστος του 1996 άλλο ένα φρικτό έγκλημα αποκαλύπτεται στη Θάσο. Ο 24χρονος φοιτητής Νομικής Θεόφιλος Σεχίδης, δολοφόνησε γονείς, αδερφή, γιαγιά και έναν θείο του.
Τεμάχισε τα πτώματα και στη συνέχεια πέταξε μερικά κομμάτια στη χωματερή της Καβάλας αφού τα πέρασε απέναντι με το φέριμποτ μέσα σε σακούλες απορριμμάτων. Κάποια άλλα τα είχε φυλάξει στην κατάψυξη του σπιτιού του.
Νοσηλευόταν στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού, χωρίς πλέον κανείς συγγενής ή γνωστός να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν.
Κυριάκος Παπαχρόνης
Στις 13 Δεκεμβρίου 1982, συνελήφθη ο Κυριάκος Παπαχρόνης ο οποίος ομολόγησε και καταδικάσθηκε για δολοφονίες, βιασμούς και απόπειρες βιασμών γυναικών, πέντε βομβιστικές επιθέσεις και έναν εμπρησμό.
«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Eωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από “μέσης ψυχής” για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ “εν αγνεία και σεμνή πολιτεία…” και φυσικά “άμεμπτος εν παντί…” είχε πει ο ίδιος.
Χαρακτηριστικό ήταν το ότι σε κάθε του επίθεση φορούσε τη στρατιωτική στολή, σαν να βρισκόταν σε υπηρεσία ή διατεταγμένη αποστολή
Το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε ποινή δις εις θάνατον και κάθειρξη 23 ετών..
Άκουσε την ποινή, σηκώθηκε και χειροκροτώντας είπε: «Ευχαριστώ! Τι βάζετε τέτοιες ποινές; Πόσα χρόνια θα ζήσουμε; Στείλτε με στο απόσπασμα, γιατί αν βγω έξω, πάλι τα ίδια θα κάνω».
Η ποινή του που τελικά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και αποφυλακίσθηκε υπό όρους το 2004, έπειτα από 22 χρόνια εγκλεισμού.
Παναγιώτης Φραντζής
Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά εγκλήματα ήταν εκείνο της 18χρονης Ζωής Γαρμανή η οποία βρέθηκε τεμαχισμένη μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών, στην οδό Αιλιανού 12, στα Κάτω Πατήσια, στις 25 Ιουνίου 1987.Τα τεμαχισμένα μέλη της νεαρής είχε βρει στον κάδο απορριμμάτων ένας συλλέκτης, ο οποίος έψαχνε, όπως είχε πει, για γραμματόσημα.
Το κεφάλι της κοπέλας βρέθηκε σε άλλο σημείο, επί της οδού Αχαρνών και Πιπίνου.
Ο 27χρονος τότε σύζυγός της Παναγιώτης Φραντζής, τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και πλασιέ, υποστήριξε ότι ο θάνατος της συζύγου ήταν ατύχημα αφού τραυματίστηκε θανάσιμα μετά από έντονο καβγά.
“Έσπρωξα τη Ζωή, η οποία έπεσε πάνω στην ντουλάπα και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Φοβήθηκα και, προκειμένου να αποφύγω τις συνέπειες, τεμάχισα το πτώμα της”, είχε πει. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά του αίματος».
Ωστόσο, ο ιατροδικαστής στην έκθεσή του είχε υποστηρίξει τότε ότι η κοπέλα έφερε ίχνη στραγγαλισμού. Το κίνητρο, όπως είχε ειπωθεί, ήταν η παθολογική ζήλια του Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος παραδόθηκε μόνος του στις αρχές, όταν βρέθηκαν τα τεμαχισμένα μέλη.
Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και από το 1997 άρχισε να παίρνει εκπαιδευτικές άδειες προκειμένου να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Σήμερα είναι πια ελεύθερος…
Οι Σατανιστές της Παλλήνης
Ήταν 28 Δεκεμβρίου του 1993 αποκαλύφθηκε μία απο τις πιο φρικιαστικές εγκληματικές υποθέσεις στα αστυνομικά χρονικά. Οι σατανιστές της Παλλήνης, Ασημάκης Κατσούλας, Εμμανουήλ Δημητροκάλης και Δήμητρα Mαργέτη.
Κατηγορήθηκαν ότι αποπλανούσαν νεαρά κορίτσια, μεταξύ των οποίων και ανήλικα, και όλοι μαζί επιδίδονταν σε ομαδικά σεξουαλικά όργια και τελετές μαύρης μαγείας.
Στις 27 Αυγούστου 1992 οι τρεις σατανιστές οδήγησαν τη 14χρονη Δώρα Συροπούλου σε ερημική τοποθεσία στη Σέσι Κορωπίου. Ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλλης έγδυσαν τη μικρή, της φόρεσαν χειροπέδες και την υποχρέωσαν να γονατίσει κρατώντας ένα κερί.
Στη συνέχεια τη χτύπησαν με ένα ξύλο στο κεφάλι, αλλά εκείνη διατήρησε τις αισθήσεις της, για να τη στραγγαλίσουν αργότερα. Όταν βεβαιώθηκαν πως η κοπέλα είχε πεθάνει, ασέλγησαν πάνω στο πτώμα της και μετά το περιέλουσαν με βενζίνη και έβαλαν φωτιά.
Επόμενο θύμα τους ήταν η 28χρονη Γαρυφαλλιά Γιούργα, μητέρα δύο παιδιών, την οποία πλησίασαν τη Μεγάλη Τετάρτη, 14 Απριλίου 1993, καθώς εκείνη επέστρεφε από τη δουλειά της και προσποιούμενοι τους αστυνομικούς της ζήτησαν να μπει στο αυτοκίνητό τους και να τους ακολουθήσει. Η τύχη της ήταν ίδια με αυτή της Δώρας Συροπούλου.
Καταδίκαστηκαν ο Κατσούλας και ο Δημητροκάλης σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη. Ενώ η συγκατηγορούμενή τους Δ.Μαργέτη, καταδικάστηκε σε συνολική ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 17 ετών και 4 μηνών.
Οι δύο άνδρες εκτίουν την ποινή τους στη φυλακή, ενώ η Μαργέτη αποφυλακίστηκε.
Νίκος Σεργιανόπουλος
Συγκλονιστική ήταν και η υπόθεση της στυγνής δολοφονίας του ηθοποιού Νίκου Σεργιαννόπουλου, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του με 21 μαχαιριές στις 4 Ιουνίου του 2008.
Κατηγορούμενος για τη δολοφονία είναι 30χρονος Γεωργιανός, ο οποίος κατάφερε και έμεινε κρυμμένος για σχεδόν δύο μήνες, μέχρι που επέστρεψε στα στέκια του, στην πλατεία Βικτωρίας.
Στην απολογία του ισχυρίστηκε πως ο ηθοποιός του πρότεινε να πάει στο σπίτι του και εκείνος πρώτος τον απείλης με μαχαίρι, γι’ αυτό αντέδρασε και τον σκότωσε. Στη συνέχεια αναστάτωσε το σπίτι, ώστε να μπερδέψει τους αστυνομικούς και να το εμφανίσει σαν ληστεία, και έφυγε.
Το πρώτο δικαστήριο του επέβαλε ποινή κάθειρξης 22 ετών.
Σορίν Ματέι
Σεπτέμβριος 1998. Ο Ρουμάνος δραπέτης Σορίν Ματέι εισβάλλει στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κρατά ομήρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας. Στις 7, ο Ματέι τηλεφωνεί στον ΣΚΑΪ και ζητά να συνδεθεί με τον Νίκο Ευαγγελάτο. Για τέσσερις ώρες, όλη η Ελλάδα (ΟΛΗ Η ΕΛΛΑΔΑ) παρακολουθεί τη δραματική συνομιλία.
Τελικά το ίδιο βράδυ οι αστυνομικές δυνάμεις, εκτιμώντας πως η χεριβομβίδα ήταν ψεύτικη, εισέβαλαν στο διαμέρισμα.
Από την έκρηξη της χειροβομβίδας που ακολούθησε σκοτώθηκε η ένοικος Αμαλία Γκινάκη. Ο τραυματισμένος Σορίν Ματέι, του οποίου οι συνθήκες θανάτου δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως, βρέθηκε νεκρός τρεις μέρες αργότερα στο κελί του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Την αποτυχημένη εισβολή της αστυνομίας ακολούθησε η παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας, αντιστράτηγου Αθανάσιου Βασιλόπουλου.
Ο κατά παραγγελία δολοφόνος Ματθαίος Μονσελάς
21 χρόνια πριν, σε μια υπόθεση που 'γονάτισε' τα δικαστήρια, ο Ματθαίος Μονσελάς δολοφονεί την 40χρονη οδοντίατρο Γεωργία Βαγενά μετά από παράκληση της ίδιας, επειδή δεν μπορούσε να διαχειριστεί την εξωσυζυγική σχέση του άντρα της.
Ο Μονσελάς δούλευε σε ένα πάρκινγκ απέναντι από το οδοντιατρείο της Βαγενά, στο οποίο άφηνε το αυτοκίνητό της. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και δέθηκαν με μια περίεργη φιλία και συνήθιζαν να κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο, με τη Βαγενά να του μιλά συνέχεια για το πόσο αγαπά τον άντρα της και για την απόφασή της να σκοτωθεί."Μια μέρα μου έδειξε και ένα περίστροφο με σφαίρες. Της το πήρα για να μην κάνει κανένα κακό. Είχα κουραστεί να την ακούω να μου μιλά για τον άντρα της", είπε στην απολογία του.Στις 11 Ιανουαρίου 1994, ο Μονσελάς πυροβόλησε τρεις φορές τη Βαγενά, η μία σφαίρα βρήκε το σώμα της και ο ίδιος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Κάτια Γιαννακοπούλου
Κατακαλόκαιρο του 1997 και η είδηση ότι 'γυναίκα δολοφόνησε αρχιμανδρίτη' έξω από το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη προκαλεί μεγάλη αίσθηση στην κοινή γνώμη. Μετά από μια 7χρονη σχέση απόλυτου πάθους, 42χρονη Κάτια Γιαννακοπούλου, παντρεμένη και με έναν γιο 18 ετών, δολοφονεί τον 59χρονο εραστή της, αρχιμανδρίτη Άνθιμο Ελευθεριάδη.
Το όπλο του εγκλήματος το είχε αγοράσει έναν μήνα πριν από την Ομόνοια και ο λόγος του φονικού ήταν η απόφαση του αρχιμανδρίτη να διακόψει τις ερωτικές (και αργότερα οικονομικές) σχέσεις του μαζί της. Η ίδια, το πρωινό της δολοφονίας, τον περίμενε δύο ώρες έξω από το σπίτι του. Μόλις βγήκε ο Ελευθεριάδης , η Γιαννακοπούλου τον πλησίασε, προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά εκείνος της γύρισε την πλάτη. Τον πυροβόλησε οκτώ φορές.
Συνελήφθη δύο μέρες μετά έξω από μοναστήρι στη Μάνδρα Αττικής, φορώντας ξανθιά περούκα και μεγάλα μαύρα γυαλιά. Μετά από 13 χρόνια εγκλεισμού στις φυλακές της Θήβας, η Κάτια Γιαννακοπούλου αποφυλακίστηκε ακριβώς πριν ένα μήνα (13 Αυγούστου 2013) και επέστρεψε στον σύζυγο και το παιδί της.
"Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει", ήταν τα πρώτα της λόγια στον ανακριτή.
Γεώργιος Σκιαδόπουλος
Στις 8 Ιανουαρίου 1999 ο Σκιαδόπουλος στραγγάλισε το πρώην μοντέλο, έκοψε το κεφάλι, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας. Εκοψε το κεφάλι της αρραβωνιαστικιάς του με πριόνι, επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα, και το πέταξε για να μη βρεθεί ποτέ. Χαρακτηριστικό του σφοδρού έρωτα που έτρεφε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του, για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της...
Eπί 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το φοβερό του έγκλημα. Μάλιστα, έβγαινε τότε στα τηλεοπτικά κανάλια από το κέντρο της Αθήνας και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του.Η Τζούλι Σκάλι κι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος γνωρίστηκαν στην Καραϊβική το Νοέμβριο του 1997 όταν αυτός δούλευε σαν μηχανικός στο κρουαζιερόπλοιο που συνταξίδευε το πανέμορφο μοντέλο. Οι αποφάσεις τους για συμβίωση πάρθηκαν γρήγορα. Συγκατοίκησαν για μερικές εβδομάδες στο σπίτι της Τζούλι με τη πεθερά το καλοκαίρι του 1998. Μετά την οικογενειακή γνωριμία αποφασίστηκε από κοινού ότι η Τζούλι θα ερχόταν να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα να παντρευτεί για 3η φορά κάποιον δέκα χρόνια μικρότερο της. Ήρθε λοιπόν στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1998 για να επιστρέψει και πάλι στις Ηνωμένες Πολιτείες για τις προετοιμασίες της μετακίνησης και να επιστρέψει το Δεκέμβριο του 1998. Η οριστικοποίηση της ημερομηνίας δεν άργησε.
Όπως κατέθεσε η θεία του κατηγορούμενου, Σμαράγδα Γκοζίλη, μέσα σε λίγο καιρό όλα στην Καβάλα ήταν έτοιμα από τις άδειες γάμου μέχρι το νυφικό που θα φορούσε την ημέρα εκείνη. Από την μέρα που οι δυο τους θα έφευγαν στην Αθήνα για τον πολιτικό γάμο όλα αρχίζουν να μπερδεύονται. Πώς άλλαξε γνώμη τόσο εύκολα η νύφη; Κατάλαβε μήπως τελευταία στιγμή ότι αυτός ο γάμος ήταν ένα λάθος, ότι της λείπει πολύ η κόρη της, Κέητι από τον δεύτερο γάμο της με τον κ. Νιστ; Ή κατάλαβε ότι δεν αγαπούσε πλέον το Γιώργο; Το τι ειπώθηκε εκείνη τη μέρα στο αυτοκίνητο δεν είναι γνωστό. Η μητέρα του κατηγορουμένου ισχυρίζεται στην κατάθεση της ότι εφόσον αυτή άλλαξε γνώμη κι άρχισε να τον μειώνει και να τον προσβάλλει, ο κατηγορούμενος έφτασε στα άκρα, την ταρακούνησε κι έτσι έμεινε στα χέρια του με το αναπνευστικό πρόβλημα-άσθμα που είχε. Αφότου έγινε αυτό, συνέχισε η Καλλιόπη Σκιαδοπούλου τον έπιασε πανικός λόγω και του νεαρού της ηλικίας του-ήταν μόνον 22 χρόνων-κι έδρασε σαν ρομπότ. Ήταν όπως δήλωσε παθολογική η αγάπη του γιου του για την Τζούλι.
Και γιατί διάλεξε να την αποτελειώσει και να την τεμαχίσει από το να την πάει σ’ ένα νοσοκομείο; Ήταν όντως αγάπη; διερωτώνται οι δικαστές. Και γιατί εφόσον διέπραξε το έγκλημα συνέχιζε να προσποιείται με ψευδή δήλωση εξαφάνισης της Τζούλι ψευδή δήλωση ότι έπεσε θύμα ληστείας, άπταιστη προσποίηση στα τηλεοπτικά προγράμματα του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη. Δικαιολογείται ψυχολογικά η κατάστασή του, υποστήριξε ο ψυχολόγος και συμμαθητής του, Χρήστος Εσχίζογλου. Σε τέτοιες περιστάσεις απόρριψης από το κοινωνικό περιβάλλον, όπως του κατηγορουμένου απ’ τους γονείς του, ο εγκέφαλος λειτουργεί παρορμητικά κι η συνείδηση νεκρώνει.
Ο κ. Νιστ υποστήριξε ότι τα 100,000 αμερικανικά δολάρια της Τζούλι που μπήκαν με επιταγές σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό καθώς και οι μετοχές της ήταν το κίνητρο για την αδικαιολόγητη πράξη του Γιώργου Σκιαδόπουλου. Είπε ότι με αυτά τα χρήματα ο κατηγορούμενος έκανε σχέδια να αρχίσουν μια επιχείρηση. Αλλά από ότι επισήμανε ο τραπεζικός Ισαάκ Αποστολίδης όταν έμαθε η τράπεζα για το φόνο, μπλόκαρε το λογαριασμό επ’ αορίστω ώστε να βγει πρώτα δικαστική απόφαση. Η απόφαση έδινε τα χρήματα στον πρώην άνδρα της Τζούλι. Το ενδιαφέρον όλων επικεντρώθηκε στην απολογία του Σκιαδόπουλου που ήταν ήρεμος σε όλη την περιγραφή του αποφεύγοντας να δώσει λεπτομέρειες για τα επίμαχα σημεία του φόνου λέγοντας ότι εδώ και τέσσερα χρόνια τα έθαψε μέσα του και δεν θα ήθελε να τα ανασύρει. Ντυμένος με κομψότατο μπλε κοστούμι και γραβάτα, μιλώντας ήρεμα και παραστατικά άρχισε να περιγράφει τον δεσμό του με την πανέμορφη Τζούλη που ήταν η γυναίκα της ζωής του.
“Γνωριστήκαμε σ΄ένα ειδυλλιακό περιβάλλον σ' ένα νησάκι της Καραϊβικής, αναπτύξαμε αλληλογραφία, η σχέση μας εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω από συμπάθεια. Την έπεισα κι έκανε δεύτερη κρουαζιέρα με τον σύζυγό της συναντηθήκαμε στο Πόρτο Ρίκο όπου εκεί συζητήσαμε σοβαρά για την σχέση μας. Την επόμενη φορά την φιλοξένησα στο πλοίο ως αρραβωνιαστικιά μου. Μου είπε ότι θα βάλλει όλη την διαδικασία για το διαζύγιο. ΄Ημουν επιφυλακτικός μαζί της γιατί δεν ήθελα να χωρίσει εξ αιτίας μου μια οικογένεια αλλά εγώ ήμουν το κερασάκι της τούρτας. ΄Ηρθε μαζί μου για δύο εβδομάδες κρουαζιέρα στην Αλάσκα και αυτό το διάστημα ήταν καθοριστικό για την πορεία της σχέσης μας που εξελίχθηκε σ' ένα πάθος. Το μόνο που μ΄ενδιέφερε ήταν να την κάνω ευτυχισμένη δεν μ΄ενδιέφερε η καρριέρα ή το μεταπτυχιακό μου. Ακολούθησε ακόμη μια συνάντηση στο Βανκούβερ του Καναδά.
Μου ζήτησε να την συμπαρασταθώ στην διαδικασία του διαζυγίου, γι αυτό υπέβαλα την παραίτησή μου την πρώτη φορά. Δεν έγινε δεκτή όμως, με την επιμονή μου την αποδέχθηκε η εταιρία μου”. Ο Σκιαδόπουλος αναφέρθηκε στον χωρισμό των γονέων του που του στοίχισε, στην προσπάθειά του να δουλεύει από πολύ μικρός ως καμαρώτος για να εξασφαλίζει κάποια χρήματα με προοπτική να συνεχίσει μεταπτυχιακό στο Λίβερπουλ. “Το διαζύγιο της Τζούλη βγήκε στις 18 Οκτωβρίου 1998, ήρθε στην Ελλάδα για να βγάλουμε τα πιστοποιητικά του γάμου. Το γεγονός ότι ήταν καθολική, ότι έπρεπε να μεταφραστούν τα σχετικά έγγραφα δυσκόλευε την διαδικασία του θρησκευτικού γάμου κι αποφασίσαμε να κάνουμε τον πολιτικό στην Αθήνα. Θα φεύγαμε στις 5 Ιανουαρίου για τον γάμο. Πράγματι ενώ ήμασταν στο σπίτι της νουνάς μου δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από την μητέρα μου ότι ο μικρός μου αδελφός είναι άρρωστος με υψηλό πυρετό. Αποφάσισα να μην γίνει ο γάμος άμεσα να επιστρέψω για να τους συμπαρασταθώ. Αυτό το γεγονός εκνεύρισε την Τζούλη. Αισθανόταν ότι την ρίχνω ή την βάζω σε δεύτερη μοίρα όταν εκείνη είχε αφήσει το παιδί της για χάρη μου. Δεν κατάφερα να την πείσω. Γνωρίζοντας ότι της αρέσει η διασκέδαση νοίκιασα ένα αυτοκίνητο με την προοπτική να πάμε στην Δράμα όπου υπήρχε ντίσκο.
Καθ οδόν μου εξέφρασε την επιθυμία να πάμε οδικώς στην Αθήνα. Κατά την διαδρομή αρχίσαμε να λογομαχούμε, τότε μου είπε ότι θέλει να χωρίσουμε γιατί της λείπει και το παιδί της, εκφράζοντας την επιθυμία να γυρίσει στην Αμερική. Είχα χτίσει το όνειρο της ζωής μου γύρω από την Τζούλη κι έβλεπα ότι καταρρίπτεται. Δεν ήμουν σε θέση να οδηγήσω, έτσι σταμάτησα στην πρώτη παράκαμψη που είδα. Η λογομαχία συνεχίστηκε, δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις πώς ένοιωσα. Γκρεμισμένα όνειρα, απόγνωση, αδιέξοδο. Είχα χάσει τον έλεγχο εντελώς, είχα βρεθεί σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Ο θυμός με είχε κυριεύσει χωρίς ούτε τώρα που πέρασαν τόσα χρόνια να μπορώ να το εξηγήσω. Τα χέρια μου εκτινάχθηκαν την έπιασα από τον λαιμό. Ήμουν εκτός εαυτού. Η πράξη μου ήταν αδικαιολόγητη, ο πρώτος που την καταδικάζει είμαι εγώ. Από την στιγμή που έγινε το μοιραίο προσπάθησα να την επαναφέρω στην ζωή με τεχνητή αναπνοή. Με κυρίευσε φόβος, μια τεράστια αγωνία και το πρώτο που σκέφθηκα ήταν να τηλεφωνήσω στη νουνά μου και να της πω τι συνέβη. Δεν μπόρεσα να το κάνω, τους είπα ότι φεύγουμε για την Αθήνα.
΄Ημουν σε κατάσταση πανικού, φόβου κι αγωνίας. Το μόνο που μπόρεσα να σκεφθώ ήταν να εξαφανίσω την Τζούλη και να θέσω τέρμα στην δική μου ζωή. ΄Ημουν θολωμένος. Προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας μεγάλη δόση από τα παυσίπονα της Τζούλη αλλά έκανα εμετό κι επέζησα. Γυρνούσα απελπισμένος στους δρόμους μη γνωρίζοντας τι να κάνω.
“Ο αποκεφαλισμός της πότε έγινε κύριε κατηγορούμενε, γιατί τον κάνατε, για να μην αναγνωρισθεί το πτώμα, πού το πετάξατε το κεφάλι της"; ρώτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου για να μην εισπράξει καμιά απάντηση. Δικαιωμά σας είναι να μιλήσετε, επιλογή σας εδώ πήγατε σε εξομολόγο για να τα πείτε να αναπαυθεί η ψυχή σας. Δεν σημαίνουν αυτές οι ενέργειες πρωτοφανή αγριότητα από ένα άνθρωπο μορφωμένο και κοσμογυρισμένο”;
Ο Σκιαδόπουλος δεν απάντησε. Αποδέχθηκε όλα όσα περιγράφονται στην δικογραφία, λέγοντας ό,τι επακολούθησε γινόταν, γιατί έτσι έπρεπε… Πήγε στις σχετικές εκπομπές αναζητήσεων του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη και μάλιστα είχε γίνει πιστευτός. ΄Εκανε πολλές φορές απόπειρα αυτοκτονίας αλλά πάντα νικούσε το ένστικτο της επιβίωσης. ΄Εκοψα τις φλέβες του αριστερού μου χεριού, πήρα αεροβόλο και όπλο για να αυτοτραυματισθώ, σκέφθηκα να πέσω στις ρόδες κάποιου φορτηγού στην εθνική οδό…” Η δίκη συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον στο Εφετείο Θράκης.
Τα ισόβια
Ποινή φυλάκισης 23 χρόνων στον Γιώργο Σκιαδόπουλο
Χρήστος Παπάζογλου
Το τελευταίο και πιο πρόσφατο από τα εγκλήματα που συγλόνισαν την Ελλάδα ήταν αυτό της Ξάνθης. Στις 27 Δεκεμβρίου 2012 βρίσκεται απανθρακωμένο το πτώμα της 33χρονης Ζωής Δαλακλίδου.
Ο 27χρονος Χρήστος Παπάζογλου αφού βίασε την άτυχη κοπέλα στην συνέχεια την περιέλουσε με βενζίνη και την έκαψε ζωντανή για να σβήσει τα ίχνη του.
Ο αδίστακτος φονιάς ομολόγησε ότι άκουγε τις κραυγές της καθώ καιγόταν κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει τι άφηνε πίσω του.
Μετά την ομολογία του μεταφέρθηκε και κρατείται στις δικαστικές φυλακές Φελλίου των Γρεβενών.
Η «φαρμακούλα» με τα τηγανόψωμα
Τον Ιανουάριο του 1992, η κοινή γνώμη πληροφορήθηκε πως η Μαρία Σαμπανιώτη συνελήφθη στο Περιστέρι Αττικής κατηγορούμενη ότι δηλητηρίασε επτά άτομα –τα τρία από αυτά πέθαναν- προσφέροντάς τους εμποτισμένη με παραθείο ζύμη, από την οποία παρασκευάστηκαν τηγανόψωμα που κατανάλωσαν τα ανυποψίαστα θύματα. Αν και η υπόθεση της «φαρμακούλας» με τα τηγανόψωμα», όπως έγινε γνωστή, απέκτησε σχεδόν «παροιμιώδεις» διατάσεις, δεν ήταν η μοναδική στη μεταπολεμική ελληνική εγκληματολογική ιστορία. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» παρουσιάζει τις λεπτομέρειες της υπόθεσης αυτής αλλά και παλιότερων (άγνωστων, εν πολλοίς) εγκλημάτων από γυναίκες-δηλητηριάστριες που σημάδεψαν εντούτοις τα εγχώρια ποινικά χρονικά.
Αργά το απόγευμα του Σαββάτου 18 Ιανουαρίου 1992, οι σειρήνες των ασθενοφόρων «έσπαζαν» την καθημερινή ρουτίνα στο Περιστέρι Αττικής, μεταφέροντας εσπευσμένα επτά ανθρώπους στα νοσοκομεία «Μεταξά» του Πειραιά και Γενικό Κρατικό Νίκαιας σε κρίσιμη κατάσταση λόγω βαρύτατης τροφικής δηλητηρίασης. Ανάμεσα στους μεταφερόμενους βρίσκονταν και τα μέλη δύο οικογενειών: του 60χρονου Θόδωρου Μουστόπουλου, της 57χρονης συζύγου του Ελένης και του 33χρονου γιου τους Κώστα, όπως επίσης της 46χρονης Ειρήνης Κληματσά και του 24χρονου γιου της Αντώνη. Ακόμα, σε κρίσιμη κατάσταση βρίσκονταν και δύο αλλοδαποί, γείτονες των προηγουμένων: οι Γιάννης και Σουλτάν Μουρατπάγιεφ.
Όλοι είχαν δοκιμάσει τηγανόψωμα και ψωμί που είχαν παρασκευασθεί από την ίδια ζύμη, την οποία είχε προσφέρει ως «δώρο» στις οικογένειες Μουστοπούλου και Κληματσά η Μαρία Σαμπανιώτη, 56 ετών, η οποία διέμενε μαζί με τον άντρα και τις δύο κόρες της μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακρύτερα, στην οδό Κλεάνθους 20 του Περιστερίου. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τοξικολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε υπολείμματα της ζύμης, στο ψημένο ψωμί και στα τηγανόψωμα διαπιστώθηκε ότι στα δείγματα υπήρχαν παράμετροι φωσφορικών εστέρων που χρησιμοποιούνται σε γεωργικά φάρμακα και εντομοκτόνα και μεγάλος αριθμός των ενώσεών τους είναι το παραθείο, το οποίο ανιχνεύθηκε και στον οργανισμό των θυμάτων μετά από αιματολογικές εξετάσεις. Αντιθέτως, οι έλεγχοι στο αλεύρι που είχε στείλει ο πατέρας της Σαμπανιώτη από το χωριό Μελάνθιο Καστοριάς, όπως και ποσότητα ζύμης με την οποία η ίδια είχε φτιάξει ψωμί για τη δική της οικογένεια έδειξαν πως ήταν απολύτως «καθαρά».
Αργά το βράδυ της Τρίτης 21 Ιανουαρίου και μετά τη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων των εργαστηριακών ελέγχων, η Σαμπανιώτη οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα Περιστερίου για να εξεταστεί. Στους αστυνομικούς αλλά και στους δημοσιογράφους που τη ρώτησαν σχετικά, αρνήθηκε κάθε σχέση με την υπόθεση. «Δεν έχω ιδέα πώς βρέθηκε το δηλητήριο στη ζύμη» δήλωσε. «Εγώ ζύμωσα κανονικά, όπως κάνω κάθε φορά. Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Ξέρω να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πώς μπλέχτηκα θεέ μου έτσι;» (εφ. Απογευματινή, Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 1992).
«Είμαι αθώα»
Όμως, ποιον λόγο είχε η Σαμπανιώτη να δηλητηριάσει τα μέλη των οικογενειών Μουστόπουλου και Κληματσά; Οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι αστυνομικοί οδηγούσαν στο κίνητρο της αντεκδίκησης. Οι μαρτυρίες και τα διαθέσιμα στοιχεία ανέφεραν ότι η Σαμπανιώτη από καιρό καλλιεργούσε την ιδέα να παντρέψει τις κόρες της με τον Κώστα Μουστόπουλο και τον Αντώνη Κληματσά, όμως όταν εκείνοι δεν δέχτηκαν, η Σαμπανιώτη αποφάσισε να τους εκδικηθεί δηλητηριάζοντάς τους.
Η ίδια αρνήθηκε κάθε κατηγορία, ενώπιον του ανακριτή στον οποίο προσήχθη το πρωί της Πέμπτης 23 Ιανουαρίου, λέγοντας: «Εγώ δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν. Κάποιος άλλος έβαλε στο μάτι την οικογένειά μου κι επειδή αυτή τη ζύμη την είχα φτιάξει για το σπίτι μου, έριξε δηλητήριο μέσα όταν εγώ έλειπα από το σπίτι για ψώνια» υποστήριξε και διευκρίνισε: «Το παιδί μου από νωρίς μου είχε πει να βγούμε για ψώνια αλλά εγώ το είχα ξεχάσει. Έτσι άρχισα να φτιάχνω τη ζύμη και μάλιστα κάποια στιγμή “πετάχτηκα” στο σούπερ μάρκετ για να πάρω κάποιο υλικό, αφήνοντας πίσω μου ανοιχτή την πόρτα. Αμέσως μόλις γύρισα, έπιασα πάλι τη ζύμη και τότε εμφανίστηκε η κόρη μου και μου θύμισε ότι θα έπρεπε να βγούμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι, το πήγα εγώ η ίδια στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη Μουστοπούλου και της είπα: “Ελένη, πάρε εσύ αυτό το κομμάτι κι εγώ θα πάρω από τον φούρνο μαγιά για να φτιάξω άλλο ζυμάρι για μένα, το βράδυ”. Εκείνη με ευχαρίστησε κι έφυγα. Το υπόλοιπο τμήμα του ζυμαριού το πήγα στην Ειρήνη [Κληματσά] για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί». Ακόμα, η Σαμπανιώτη υποστήριξε πως δεν είχε κανένα λόγο να προξενήσει βλάβη στις δύο οικογένειες, καθώς τόσο η Μουστοπούλου όσο και η Κληματσά της στάθηκαν σε δύσκολες στιγμές και επέμεινε ότι κάποιος άλλος έριξε το δηλητήριο στη ζύμη, την ώρα που εκείνη έλειπε από το σπίτι, κατονομάζοντας, μάλιστα, και τη γειτόνισσά της Αγάπη Κοασίδου, η οποία ωστόσο διαπιστώθηκε πως εκείνη τη μέρα βρισκόταν στην Κόρινθο, αλλά αφήνοντας υπαινιγμούς ακόμα και για την κόρη της Ελισάβετ…
Μετά το πέρας της απολογίας της, ο ανακριτής την έκρινε προφυλακιστέα ως ιδιαίτερα επικίνδυνη και διέταξε την προφυλάκισή της, μεταταγόμενη ακολούθως στις Φυλακές Κορυδαλλού.
Όπως υπογράμμιζαν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων “φαρμακούλα” ήταν η λέξη που ξεχώρισε ανάμεσα σε φωνές και κατάρες, με τις οποίες έγινε δεκτή η είσοδος στην αίθουσα του Κακουργιοδικείου Αθηνών της Μαρίας Σαμπανιώτη, γνωστής στο Πανελλήνιο ως η “φόνισσα με τα τηγανόψωμα”. Κλαψουρίζοντας η κατηγορουμένη απάντησε: “Δεν είμαι φονιάρα (φόνισσα) εγώ. Δεν έχω κάνει τίποτα”»
Εδώ και 3 χρόνια, η Μαρία Σαμπανιώτη έχει αποφυλακιστεί μετά από 19 χρόνια κάθειρξης. Λίγες μέρες μετά την αποφυλάκιση, σε συνέντευξή της υποστήριξε ξανά ότι κάποιος πότισε τη ζύμη με δηλητήριο ενώ έλειπε από το σπίτι.

ΣΧΟΛΙΑ

2 Σχόλια

  1. Ενδιαφέρον άρθρο με αρκετές λεπτομέρειες για κάθε έγκλημα , μονάχα μια διόρθωση, ο Σεχίδης βρέθηκε νεκρός στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού στις 12 Φεβρουαρίου 2019 το πρωί, όπου και ήταν φυλακισμένος από περί του 2001. ήταν υπέρβαρος και αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα τα τελευταία χρόνια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. σωστα http://www.i-diadromi.gr/2019/02/theofilos-sehidis.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή