Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Γιαννιώτικη Λαϊκή Τέχνη: Αργυροχοΐα

Η Αργυροχοΐα στα Γιάννενα έχει τις ρίζες της στα βάθη των αιώνων, παρουσιάζει όμως σημαντική δραστηριότητα από την εποχή του Δεσποτάτου της Ηπείρου και μετά.
Την μεγάλη της άνθιση γνώρισε τον 18ο και 19ο αιώνα, εποχή, που τα Γιάννενα είχαν αναδειχθεί σ΄ ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά εμπορικά και καλλιτεχνικά κέντρα των Βαλκανίων. 
Αντλώντας έμπνευση από τα έργα της αρχαίας ελληνικής παράδοσης και της αξεπέραστης βυζαντινής τέχνης, αλλά εκφράζοντας ταυτόχρονα και τις αξίες της ηπειρώτικης ευαισθησίας και καλαισθησίας, έκαναν έντονη την παρουσία τους στον σπουδαίο αυτό χώρο της νεώτερης Ελληνικής Αργυροχοΐας. Η ιδιαιτερότητα της Γιαννιώτικης τέχνης εκφράζεται κυρίως από ιδιαίτερες τεχνικές κατασκευής όπως το σφυρήλατο, το φουσκωτό ή σκαλιστό, το συρματερό ή φελιγκράν και το σαβάτι, τεχνικές οι οποίες στα Γιάννενα έφθασαν στο απόγειο της εκφραστικής τους δύναμης.

Τα Γιαννιώτικα κοσμήματα και σκεύη προσφέρουν μια ζεστή ανθρώπινη οπτική εντύπωση δοσμένη σε ιδιαίτερα λεπτή και κομψή διάσταση. Τα εργαστήρια αργυροχοΐας που λειτουργούν σήμερα, συνεχίζουν την παράδοση, δημιουργώντας χειροποίητα προϊόντα υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής τελειότητας, εφάμιλλης εκείνης του παρελθόντος.

Η λαϊκή τέχνη συνιστά κομμάτι της παράδοσης στα Ιωάννινα. Οι αιώνες ιστορίας της έχουν αφήσει σημάδια ανεξίτηλα, ώστε σήμερα, όταν μιλάμε για γιαννιώτικη τέχνη, η καλαισθησία και η ποιότητα να έρχονται κατευθείαν στο μυαλό μας.

Σήμερα στα Ιωάννινα λειτουργούν 90 περίπου εργαστήρια. Από αυτά, τα 36 «δημιουργούν» τα αριστουργήματά τους στο πλαίσιο του Κέντρου Παραδοσιακής Βιοτεχνίας Ιωαννίνων (ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι) το οποίο βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης, πλάι στη λίμνη Παμβώτιδα. Εκεί έχουν συγκεντρωθεί ορισμένοι από τους πιο ταλαντούχους κατασκευαστές της πόλης -αν όχι της χώρας. Για το λόγο αυτό, το ΚΕ.ΠΑ.Β.Ι συνιστά την τέλεια ευκαιρία για όποιον θέλει να δει από κοντά πώς ένα απλό μέταλλο, όπως είναι το ασήμι, μπορεί να «δώσει» πραγματικά κομψοτεχνήματα. Οι επισκέπτες του Κέντρου, μπορούν να συνομιλήσουν με τους κατασκευαστές μαθαίνοντας έτσι από «πρώτο χέρι» τις τεχνικές και τα μυστικά της αργυροχοΐας, ενώ το σύγχρονο οπτικοακουστικό υλικό θα τους βοηθήσει να «ταξιδέψουν» στο χρόνο και να μάθουν την ιστορία αυτής της τέχνης που έκανε τα Ιωάννινα γνωστά σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τα εργαστήρια, λειτουργεί επίσης μουσείο με εκθέματα πατροπαράδοτα εργαλεία και αντικείμενα, αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων, καφετέρια-εστιατόριο, καθώς και πρατήριο λιανικής πώλησης προϊόντων αργυροχοΐας, ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα πώλησης προϊόντων αργυροχοΐας στην Ελλάδα.

Όμως στα Ιωάννινα δεν έχει ξεχωρίσει μόνο το ασήμι. Πολλά εργαστήρια καταπιάνονται και με άλλα μέταλλα, όπως ο χαλκός και ο κασσίτερος. Οι Γιώργος Μαρίνος και Χρήστος Παπαφωτίου, ειδικεύονται, εδώ και 50 χρόνια, στην κατασκευή καμπανών. Στο εργαστήριό τους, που πλέον διαχειρίζονται τα παιδιά των παλιών μαστόρων, θα βρείτε και τον Πέτρο Μιχαήλ ο οποίος με καμάρι θα σας δηλώσει πως «βρίσκεστε μπροστά στον καλύτερο μάστορα των Βαλκανίων». Άγνωστο αν είναι μύθος ή πραγματικότητα. Ωστόσο, αναμφίβολα γνωρίζει πολύ καλά την τέχνη των καμπανών -διότι περί τέχνης πρόκειται- και δεν διστάζει να μοιραστεί τις γνώσεις του με όποιον ενδιαφέρεται να μάθει περισσότερα.

Τα Ιωάννινα λοιπόν ζουν στιγμές δόξας με τη φήμη τους να ξεπερνά τα στενά σύνορα της χώρας. Και πού οφείλεται αυτό; Στις λαϊκές τέχνες που, παρά το πέρασμα των εκατοντάδων χρόνων, έχουν κρατήσει αναλλοίωτες τεχνικές και «μυστικά» κατασκευής περιμένοντας όλους εσάς για να σας τα διδάξουν από κοντά!

Ο τρόπος κατασκευής ενός ασημένιου αντικειμένου προσδιορίζει και την ονομασία του. Κυρίως χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τα σφυρήλατα και τα χυτά.

Σφυρήλατο ονομάζεται το ασημένιο αντικείμενο, το σχήμα του οποίου δημιουργείται με το σφυρί. Ξεκινώντας ο τεχνίτης από ένα φύλλο ασημιού, του δίνει σχήμα με το σφυρί και τη βοήθεια, συνήθως, του τόρνου. Επίσης, στη διάθεση του τεχνίτη βρίσκονται ανάγλυφες ή εσώγλυφες μήτρες οι οποίες χρησιμοποιούνται στην αποτύπωση παραστάσεων επάνω σε αγγεία ή και κοσμημάτων.
Αντίθετα, για άλλα αντικείμενα μικρά, ή τμήματα μεγαλύτερων, χρησιμοποιούνται τα καλούπια ή τα παντέφτια. Πρόκειται ουσιαστικά για μήτρες μέσα στις οποίες χύνεται το λιωμένο ασήμι (χυτά), και όπου αυτό παίρνει το σχήμα που θέλει ο τεχνίτης. Στη συνέχεια, το επεξεργάζονται στο χέρι για να διορθώσουν τυχόν ατέλειες και για περαιτέρω διακόσμηση. Η τεχνική αυτή βοηθούσε και βοηθά στη γρήγορη παραγωγή των συγκεκριμένων αντικειμενων.

Ως προς την τεχνική, ο τρόπος δημιουργίας του διακόσμου προσδιορίζει και την ονομασία του. Παρά το γεγονός ότι σε πολλά αργυρά αντικείμενα χρησιμοποιείται μία μόνο τεχνική, σε άλλα παρατηρείται η ύπαρξη συνδυασμού, στοιχείο που δίδει αξία στο αντικείμενο αλλά και μαρτυρά την ικανότητα και τη δεξιοτεχνία του τεχνίτη. Ο χαρακτός διάκοσμος δημιουργείται συνήθως με τη βοήθεια σχεδίου το οποίο εφαρμόζονταν στο αντικείμενο και στη συνέχεια αυτό δουλευόταν στην καλή του όψη με τη βοήθεια καλεμιών.

Στον ανάγλυφο διάκοσμο, το ασημένιο αντικείμενο, αφού τοποθετηθεί μέσα σε πίσα, δουλεύεται στην ανάποδή του όψη (η καλή καλύπτεται από την πίσα), έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο φουσκωτός διάκοσμος, χωρίς οι κραδασμοί να επηρεάσουν την επιφάνεια καθώς απορροφούνται από την πίσα.

Ο διάτρητος διάκοσμος δημιουργείται με την αφαίρεση, βάσει σχεδίου, τμημάτων της επιφάνειας, έτσι ώστε να εμφανιστεί το επιθυμητό θέμα και αποτέλεσμα.

Ο συρματερός διάκοσμος δημιουργείται με τη χρήση ασημένιων συρμάτων τα οποία συγκολλούνται στην επιφάνεια του αντικειμένου δημιουργώντας σχέδιο ή αποτελώντας τμήμα αυτού.

Ο κοκκιδωτός διάκοσμος αποτελείται από συμπλέγματα μικρών κοκκίδων («γράνες»), οι οποίες συγκολλούνται συνήθως επάνω στα σύρματα. Έτσι, είναι πολύ συνηθισμένο ο κοκκιδωτός διάκοσμος να συνοδεύει τον συρματερό.

Με την τεχνική του σμάλτου, τοποθετείται σε σκόνη η αναγκαία ποσότητα σμάλτου επάνω στην επιφάνεια που θέλει ο τεχνίτης και στη συνέχεια ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία έτσι ώστε να λιώσει και να πάρει το επιθυμητό σχήμα και χρώμα.

Το savat (σαβάτι ή νίελο), προέρχεται από κράμα μετάλλων, το οποίο τοποθετείται επάνω στη χαραγμένη επιφάνεια του αντικειμένου και λειώνει σε υψηλή θερμοκρασία. Στη συνέχεια ο τεχνίτης το επεξεργάζεται και το λειαίνει σε στερεοποιημένη μορφή. Πρόκειται για μια τεχνική η οποία είναι γνωστή από την αρχαιότητα, γνώρισε μεγάλη διάδοση στη βυζαντινή εποχή και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και η οποία έχει σήμερα σχεδόν εγκαταλειφθεί σε όλα τα μέρη της Ελλάδος εκτός από τα Ιωάννινα.

Ως προς τους πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους, συνήθως χρησιμοποιούνται μαργαριτάρια, αμέθυστος και ορεία κρύσταλλος, ενώ από τις ημιπολύτιμες πέτρες, συχνότερα απαντώμενες, ο αχάτης, οι καρχηδόνιοι, η κορναλίνα, το κοράλλι και οι σαρδόνιοι. Τέλος, χρησιμοποιείται και χρωματιμένη υαλόμαζα, όπου αυτό απαιτείται. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η χρήση πολύτιμων ή ημιπολύτιμων λίθων εξαρτάται τόσο από τον παραγγελιοδότη όσο και από τον παραλήπτη ενός αργυρού αντικειμένου αλλά και από την γενικότερη οικονομική κατάσταση της εποχής. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση του χρυσού, με σκοπό την επιχρύσωση ολόκληρου ή τμημάτων ενός αργυρού αντικειμένου, είτε κοσμικού είτε εκκλησιαστικού.

Όπως, λοιπόν, φαίνεται από τη σύντομη αυτή περιγραφή του εργαστηρίου ενός αργυροχόου, των μέσων και των τεχνικών που χρησιμοποιεί, σε τίποτα δεν έχει επέλθει αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν, παρά μόνο στον λελογισμένο εκσυγχρονισμό ορισμένων μέσων και εργαλείων και αυτά για τη διευκόλυνση του τεχνίτη. Η πορεία της αργυροχρυσοχοΐας στο νομό Ιωαννίνων είναι μακραίωνη και αδιάσπαστη και προσφέρει μέχρι και σήμερα έργα τέχνης τα οποία ισάξια μπορούν να συγκριθούν με αυτά του παρελθόντος. Η δυνατότητα δημιουργίας χειροποίητων έργων προσφέρει στον κατασκευαστή αλλά και στον αγοραστή την αίσθηση της παραγωγής και της κατοχής αντίστοιχα ενός μοναδικού προϊόντος, για το οποίο λόγω του χαρακτήρα του δεν υπάρχει ακριβώς αντίστοιχό του.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια