Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Η τηλεόραση που ήθελε να ξεκουραστεί

Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μία τηλεόραση που έπαιζε συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ. Έβλεπε η μαμά από νωρίς το πρωί, έβλεπε και η μικρή Τίνα μέχρι αργά το βράδυ.
Όταν γύριζε αργά από τις δουλείες του ο μπαμπάς, φώναζε καμιά φορά, μόλις άνοιγε την πόρτα:
«Πάλι παίζει αυτό το χαζοκούτι; Θα πάρω ένα τσεκούρι και θα το σπάσω! Δεν μπορούμε να έχουμε λίγη ησυχία;»
Βλέπετε, ο μπαμπάς ήταν πολύ κουρασμένος και εύκολα νευρίαζε.
«Μη, μπαμπά, μη!», κλαψούριζε τότε η Τίνα που αγαπούσε πολύ την τηλεόραση.
Η τηλεόραση βέβαια δεν φοβόταν μήπως τη σπάσουν, γιατί ήξερε πως είναι πολύ ακριβή. Μα και η ίδια ήταν πια τόσο κουρασμένη από το πολύ παίξιμο, που ήθελε να ξεκουραστεί έστω και λίγο. Ήθελε να πάει διακοπές!
«Πού θα πάμε φέτος για διακοπές; Βουνό ή θάλασσα;», ρώτησε μία μέρα ο μπαμπάς. Πλησίαζε το καλοκαίρι. Αποφάσισαν να πάνε στη θάλασσα και ο μπαμπάς να πάει έπειτα μόνος του να κάνει και ορειβασία στο πιο ψηλό βουνό του κόσμου, γιατί ο μπαμπάς ήταν ορειβάτης…
Ήρθε η μέρα να φτιάξουν τις βαλίτσες.
Η τηλεόραση δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να πάει διακοπές και η ίδια και γι’ αυτό πήγε τη νύχτα στα κρυφά στο διπλανό δωμάτιο και χώθηκε στο σακίδιο της Τίνας. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η τηλεόραση δεν ήταν μεγάλη. Ήταν μία μικρή τηλεορασούλα, γιατί ως γνωστόν, ο μπαμπάς δεν ενέκρινε να βλέπουν όλη μέρα τηλεόραση και έτσι πήραν μόνο μία μικρή.
Μα παρόλο που η τηλεόραση δεν ήταν μεγάλη, δεν χωρούσε στο παιδικό σακίδιο. Γι’ αυτό και το σακίδιο σκίστηκε σε μία γωνιά. Έτσι η τηλεόραση εξείχε από το σακίδιο. Το πρωί την είδε η μαμά και μάλωσε την Τίνα: «Ώστε ήθελες να πάρεις στα κρυφά και την τηλεόραση!»
Η τηλεόραση στενοχωρήθηκε που μαλώνουν την Τίνα, αλλά δεν είπε τίποτα. Αυτό έλειπε, να μάθουν όλοι ότι ξέρει και να μιλάει και να περπατάει!
Τελικά έφυγε η οικογένεια της Τίνας όλο χαρά για διακοπές. Φυσικά, άφησαν την τηλεόραση στο σπίτι.
Η τηλεόραση ξεκουραζόταν, επιτέλους, μα άρχισε να βαριέται. Γι’ αυτό έκανε βόλτες στο άδειο σπίτι. Έτσι, μία μέρα ανακάλυψε ένα άλλο σακίδιο, πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό της Τίνας. Και επειδή δεν είχε τι να κάνει, έβγαλε από μέσα μία βιντεοκάμερα και μία φωτογραφική μηχανή και χώθηκε εκείνη. Εκεί έριξε ένα γλυκό-γλυκό υπνάκο. Και για να μην τη δουν, σκεπάστηκε με ένα χνουδωτό κασκόλ και ένα μάλλινο σκούφο που βρήκε στο σακίδιο.
«Σε τι τα χρησιμοποιούν όλα αυτά μες στο καλοκαίρι;», αναρωτήθηκε πριν την πάρει ο ύπνος για τα καλά.
Επιτέλους επέστρεψαν η μαμά, ο μπαμπάς και η Τίνα από τις διακοπές. Τι έκπληξη τους περίμενε όμως όταν δεν είδαν την τηλεόραση στη θέση της.
«Πού μπορεί να είναι η τηλεόραση;», αναρωτιόταν η μαμά.
«Επιτέλους ησυχία!», χαιρόταν ο μπαμπάς. «Τουλάχιστον τώρα μπορούμε να διαβάσουμε και κανένα βιβλίο!»
«Μα οι ειδήσεις; Πώς θα βλέπουμε τις ειδήσεις;», έλεγε και ξανάλεγε με απορία η μαμά.
«Και οι σειρές μου! Θέλω τις σειρές μου! Την έκρυψες επίτηδες, έτσι μπαμπά;», ξέσπασε σε κλάματα η Τίνα. «Πώς θα μάθω τώρα πώς τελείωσε η σειρά για τη βασίλισσα Χρυσομάλλα; Και θα αρχίσουν και νέες σειρές! Δεν θέλω να τις χάσω!», κλαψούριζε η Τίνα.
Επειδή όμως εκείνη τη χρονιά η Τίνα άρχισε να πηγαίνει σχολείο, τα απογεύματα είχε άλλες ασχολίες και έτσι ξέχασε λίγο πολύ την τηλεόραση.
Στο μεταξύ ο μπαμπάς ξεκίνησε μαζί με ένα φίλο του για τη μεγάλη αναρρίχηση στο ψηλότερο βουνό του κόσμου. Μαζί του πήρε μόνο τα απαραίτητα, γιατί θέλει πολύ κόπο για να ανέβει κανείς τόσο ψηλά, και γι’ αυτό ο μπαμπάς δεν έπρεπε να έχει μαζί του βαριά πράγματα.
Εκεί, στο ψηλότερο βουνό του κόσμου, όπως σε όλα τα πολύ ψηλά βουνά, είναι όλα πολύ παγωμένα. Τριγύρω υπάρχει πολύ χιόνι και πάγος και παντού υπάρχουν άγρια βράχια.
Στο μεταξύ η Τίνα, που άρχισε να πηγαίνει στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, γράφτηκε σε μαθήματα ρυθμικής γυμναστικής, ζωγραφικής και σε μία ομάδα θεάτρου. Η δασκάλα της ζωγραφικής τούς είπε ότι στο τέλος της χρονιάς θα στείλουν τις καλύτερες ζωγραφιές τους σε ένα διαγωνισμό, του οποίου τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν από την τηλεόραση.
«Αχ, πιστεύω να βρούμε την τηλεόρασή μας μέχρι τότε ή να πάρουμε μία καινούργια!», σκέφτηκε λυπημένα η Τίνα.
Η δασκάλα του θεάτρου τούς είπε επίσης ότι αν κάνουν μία καλή παράσταση, θα έρθουν από την κρατική τηλεόραση για να τους γυρίσουν.
Αμάν με αυτή την τηλεόραση!
Κανείς ακόμα δεν είχε ανακαλύψει πού βρισκόταν η τηλεόραση.
Στο μεταξύ ο μπαμπάς ανέβηκε παλεύοντας με τους παγωμένους ανέμους και τις θύελλες στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού. Πάλι καλά που είχε το ζεστό κασκόλ και το σκούφο μαζί του. Όταν λοιπόν ανέβηκαν, ο φίλος του μπαμπά έβγαλε από το σακίδιό του την εθνική σημαία και ο μπαμπάς της Τίνας άρχισε να ψάχνει τη βιντεοκάμερά του για να γυρίσει το θρίαμβό τους. Τι έκπληξη όμως - αντί για τη βιντεοκάμερα βρήκε στο σακίδιό του …την τηλεόραση!
«Μη νευριάζεις!», είπε στον μπαμπά ο φίλος. «Είμαστε οι πρώτοι που ανεβάσαμε μία τηλεόραση τόσο ψηλά. Θα τραβήξω τη φάση με τη δική μου φωτογραφική μηχανή και θα μας γράψουν στο βιβλίο Γκίνες. Κάναμε νέο ρεκόρ, το καταλαβαίνεις! Η πιο ψηλά ανεβασμένη τηλεόραση στο κόσμο!», φώναξε χαρούμενα ο φίλος. «Θα μας βγάλουν και στην τηλεόραση!»
Αμάν πια με αυτή την τηλεόραση!
Όταν επέστρεψε στο σπίτι ο μπαμπάς μαζί με την τηλεόραση, η Τίνα χάρηκε πολύ. Όχι και τόσο γατί τώρα θα μπορούσε και πάλι να βλέπει τις σειρές της, αλλά επειδή η μαμά τράβηξε με τη βιντεοκάμερα, που ξέχασε ο μπαμπάς, το νέο χορευτικό της ρυθμικής. Η μαμά ήθελε να το δείξουν σε όλη την οικογένεια, στους θείους, τις θείες και όλα τα ξαδέρφια. Και η Τίνα ανυπομονούσε να την παινέψουν όλοι.
«Αχ πάλι θα κουράζομαι μέρα-νύχτα», αναστέναξε η τηλεόραση. Η Τίνα όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μη νομίζεις, έχω τώρα πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω. Σχολείο, διάβασμα, γυμναστική, ζωγραφική, θέατρο… και θα γραφτώ και σε κομπιούτερ!», είπε η Τίνα.
«Την πατήσαμε», σκέφτηκε το κομπιούτερ. Και μίλησε δυνατά για να τον ακούσουν: «Εγώ πότε θα πάω διακοπές;»
«Ποτέ! Αυτό μας έλειπε!», είπε αυστηρά ο μπαμπάς, χωρίς να παραξενευτεί που το κομπιούτερ μιλάει. Ήταν κάπως αφηρημένος..
Τα Χριστούγεννα οι γονείς πήραν στην Τίνα ένα καινούργιο ποδήλατο και δυο-τρία ωραία βιβλία, αφού πλέον η Τίνα ήξερε να διαβάζει. Η Τίνα πήγε αμέσως στη φίλη της τη Μαρία που έμενε δίπλα, και την κάλεσε να πάνε μαζί να κάνουν ποδήλατο. Η Μαρία την υποδέχτηκε με ένα σακουλάκι γαριδάκια στο χέρι και της απάντησε ότι δεν μπορεί, γιατί θέλει να δει τηλεόραση.
Η Τίνα πήγε λοιπόν στην αυλή να κάνει ποδήλατο μόνη της. Της άρεσε πολύ που ο αέρας ανακάτευε τα μαλλιά της. Ένιωθε ελεύθερη σαν τα πουλιά που πετούσαν ψηλά στον ουρανό. Και σκέφτηκε το ωραίο βιβλίο που θα διαβάσει μετά
Τώρα πια μπορεί και η καημένη η τηλεόραση να ξεκουράζεται πότε-πότε. Και πιστέψτε με, χαίρεται πολύ γι’ αυτό.

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια