Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ►

Η Μάχη του Μαραθώνα — Ταπείνωση μιας Παγκόσμιας Δύναμης 490 π.Χ.

ΚΑΘΩΣ ο σύγχρονος επισκέπτης κατηφορίζει τις λοφοπλαγιές που περιβάλλουν την πεδιάδα του Μαραθώνα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Αθήνας, νιώθει αμέσως να τον συνεπαίρνει η ηρεμία και η αδιατάραχτη γαλήνη του τόπου.
Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι εδώ έλαβε χώρα μια από τις πιο ξακουστές μάχες στην ιστορία, μια μάχη που ανέκοψε με επιτυχία την εισβολή μιας παγκόσμιας δύναμης από τη Μεσοποταμία στην ίδια την Ευρώπη.
Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia) την αποκαλεί «μια από τις σπουδαιότερες μάχες στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού». Επίσης ο ιστορικός Γουίλ Ντουράν την περιγράφει ως «μια από τις πιο εκπληκτικές νίκες στην ιστορία».

Προκαλούν μια Παγκόσμια Δύναμη
Οι Γραφικές προφητείες του βιβλίου του Δανιήλ απεικονίζουν με πολύ ζωντανό τρόπο την κυριαρχία, την επέκταση και τη διαδοχή των παγκόσμιων δυνάμεων. Μιλώντας συμβολικά αλλά πολύ κατάλληλα σχετικά με την παγκόσμια δύναμη της Μηδοπερσίας, ο Δανιήλ έγραψε: «Ιδού, έπειτα θηρίον δεύτερον όμοιον με άρκτον. . . . Έλεγον ούτω προς αυτό· Σηκώθητι, κατάφαγε σάρκας πολλάς».
Αυτό αποδείχτηκε αληθινό. Στην ακμή της μηδοπερσικής δύναμης, περίπου στο δεύτερο μισό του έκτου αιώνα Π.Κ.Χ., οι φαινομενικά ανίκητες στρατιές της υπό την ηγεσία του Κύρου και του Δαρείου Α΄ προέλασαν ορμητικά προς τη Δύση καταλαμβάνοντας τη Λυδία. Τόσο η Θράκη όσο και η Μακεδονία, που βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα, καθυποτάχτηκαν δια της βίας. Αυτό σήμαινε ότι σχεδόν ο μισός ελληνόφωνος κόσμος είχε ήδη πέσει σε περσικά χέρια, επειδή με την κατάκτηση της Λυδίας, οι Πέρσες κατέλαβαν επίσης τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν στις ακτές της Ιωνίας και ανήκαν στη σφαίρα επιρροής της Λυδίας.
Στην κραυγή για βοήθεια που ανέπεμψαν οι πολιορκημένες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, ανταποκρίθηκαν μόνο οι πόλεις-κράτη Αθήνα και Ερέτρια. Αυτό δεν εμπόδισε τις πειθαρχημένες δυνάμεις της Περσίας να προελάσουν, να σφυροκοπήσουν και να καθυποτάξουν τους Ίωνες που είχαν εξεγερθεί. Μάλιστα, ο Δαρείος αποφάσισε ότι θα έπρεπε να τιμωρήσει τις ελληνικές πόλεις-κράτη επειδή είχαν βοηθήσει τους Ίωνες επαναστάτες.
Όταν η Αθήνα, η Σπάρτη και η Ερέτρια αρνήθηκαν με περιφρόνηση να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της Περσίας, μια ισχυρή δύναμη περσικού ιππικού και πεζικού απέπλευσε για την Ελλάδα στις αρχές του καλοκαιριού του 490 Π.Κ.Χ. Τον Αύγουστο οι Πέρσες ήταν έτοιμοι να ασχοληθούν με την Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή της, την Αττική.

Ζητήματα Στρατηγικής
Οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα και κατόπιν διέσχισαν την ελώδη πεδιάδα της ανατολικής ακτής της Αττικής, η οποία απείχε μόνο 42 χιλιόμετρα από την Αθήνα. Οι προοπτικές ήταν πολύ ζοφερές για τους Αθηναίους, οι οποίοι μόλις και μετά βίας κατάφεραν να συγκεντρώσουν μόνο 9.000 στρατιώτες του πεζικού, και άλλους 1.000 από τις Πλαταιές, χωρίς καμιά υποστήριξη από ιππικό ή τοξότες. Μολονότι ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης, οι εκκλήσεις τους έπεσαν στο κενό—οι
Σπαρτιάτες ήταν απασχολημένοι σε θρησκευτικές τελετές προς τιμή του Απόλλωνα. Έτσι, με τις περιορισμένες στρατιωτικές δυνάμεις τους, οι Αθηναίοι έπρεπε να πολεμήσουν τους Πέρσες μόνοι.
Δέκα διαφορετικοί στρατηγοί ενεργούσαν ως επιτροπή που καθόριζε, μέσω πλειοψηφίας, τα στρατηγικά ζητήματα. Τώρα έπρεπε να αποφασίσουν για δύο ζητήματα που τους απασχολούσαν άμεσα. Πρώτον, ήταν σωστό να κρατήσουν τις δυνάμεις τους στην Αθήνα για να υπερασπιστούν την πόλη ή έπρεπε να συναντήσουν τους Πέρσες σε ανοιχτό πεδίο μάχης; Λαμβάνοντας υπόψη ότι η πόλη της Αθήνας δεν είχε ισχυρά προστατευτικά τείχη για την άμυνά της, η συντριπτική πλειοψηφία της συνέλευσης τάχθηκε υπέρ του να πολεμήσουν στο Μαραθώνα.
Δεύτερον, ήταν σωστό να επιτεθούν παρά τις αντιξοότητες—κυρίως την αριθμητική υπεροχή των Περσών—ή έπρεπε να μείνουν εκεί και να περιμένουν, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι οι Σπαρτιάτες με
κάποιον τρόπο θα έφταναν αρκετά σύντομα ώστε να τους βοηθήσουν να αντισταθούν με επιτυχία στην τρομακτική περσική επίθεση;
Μιλτιάδης—Ο Στρατηγός και η Στρατηγική Του
Μια βασική φυσιογνωμία που εμφανίστηκε για να παίξει το ρόλο του ηγέτη ήταν ο Έλληνας στρατηγός Μιλτιάδης. Αυτός ήταν έμπειρος και καινοτόμος στρατιωτικός ηγέτης, ένας βετεράνος που είχε πολεμήσει στο πλευρό του περσικού στρατού σε προηγούμενες εκστρατείες στο βορρά. Συνεπώς, γνώριζε τον εχθρό από πρώτο χέρι. Είχε καλή γνώση όχι μόνο της σύνθεσης του περσικού στρατού αλλά και των όπλων του και, το σπουδαιότερο, της στρατηγικής του στη μάχη. Επιπλέον, τις μέρες που προηγήθηκαν της μάχης, αυτός με σύνεση μελέτησε πολύ προσεκτικά την περιοχή γύρω από το πεδίο της μάχης.
Ο Μιλτιάδης γνώριζε επίσης ότι ήταν απαραίτητη άμεση αντίδραση, επειδή μέσα στη νεοϊδρυμένη αθηναϊκή δημοκρατία υπήρχαν φατρίες υπέρ των Περσών, οι οποίες θα χαίρονταν με μια ήττα της Αθήνας. Το βράδυ πριν από τη μάχη, ένας Πέρσης λιποτάκτης εισχώρησε στο ελληνικό στρατόπεδο φέρνοντας τα νέα ότι το περσικό ιππικό είχε αποσυρθεί προσωρινά. Σύμφωνα με μια θεωρία, το περσικό ιππικό είχε επιβιβαστεί στα πλοία για μια πιθανή επίθεση στην Αθήνα από την ανατολική ακτή της Αττικής, έτσι ώστε να μπορέσει να καταλάβει την πόλη αμέσως μετά τη σχεδόν βέβαιη νίκη στο Μαραθώνα. Όποια και αν ήταν η αιτία, ο σοβαρότερος κίνδυνος που αντιμετώπιζε το πεζικό των Αθηναίων απομακρύνθηκε
Καθώς ξημέρωνε, οι ελληνικές φάλαγγες επιτέθηκαν. Οι έκπληκτοι Πέρσες υποχώρησαν αλλά σύντομα αντεπιτέθηκαν και διέσπασαν το κέντρο του ελληνικού μετώπου. Έτσι, οι Πέρσες χωρίς να το θέλουν έπεσαν στην καλοστημένη παγίδα του Μιλτιάδη! Αυτός είχε αφήσει εσκεμμένα το ελληνικό κέντρο αδύναμο για να ενισχύσει τα πλευρά του με επιπλέον σειρές αντρών. Τώρα, τα ισχυρά πλευρά ξαφνικά στράφηκαν προς το κέντρο, έπεσαν πάνω στους Πέρσες και τους σκότωναν κατά δεκάδες ώσπου οι λίγοι που κατάφεραν να επιζήσουν από τη βίαιη επίθεση έτρεξαν στα πλοία τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια τρομερή σφαγή. Οι απώλειες των Περσών έφτασαν περίπου τους 6.400 άντρες, ενώ οι Αθηναίοι έχασαν μόνο 192 από τους άντρες τους.
Σύμφωνα με το μύθο, τα νέα για τη νίκη των Ελλήνων τα έφερε γρήγορα στην Αθήνα ένας αγγελιοφόρος. Κάποια εσφαλμένη παράδοση αναφέρει ότι λεγόταν Φειδιππίδης, αλλά στην πραγματικότητα ο Φειδιππίδης έτρεξε από την Αθήνα στη Σπάρτη πριν από τη μάχη για να ζητήσει βοήθεια. Ένας άλλος νεαρός Έλληνας, λέει ο μύθος, έτρεξε τα 42 χιλιόμετρα από το Μαραθώνα στην Αθήνα και μόλις έφτασε φώναξε: «Χαίρετε νικώμεν!» και κατόπιν έπεσε νεκρός. Αυτός λέγεται ότι ήταν ο πρώτος μαραθώνιος—από όπου προέρχεται και η λέξη—ο οποίος έθεσε το προηγούμενο για το σύγχρονο αγώνα δρόμου μεγάλης απόστασης όπως τον γνωρίζουμε.
Αν και μερικά από τα περσικά πλοία πυρπολήθηκαν, η μεγάλη πλειονότητα του στόλου των 600 πλοίων κατάφερε να περιπλεύσει το ακρωτήριο του Σουνίου και να φτάσει στην Αθήνα. Ωστόσο, ο νικηφόρος αθηναϊκός στρατός έφτασε εκεί πρώτος και τους αντιμετώπισε ξανά. Οι Πέρσες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι Αθηναίοι είχαν πετύχει μια νίκη παρ’ όλες τις αντιξοότητες!
Η Αθήνα χάρηκε πολύ, ιδιαίτερα επειδή κέρδισε τη νίκη χωρίς καμιά βοήθεια από τους Σπαρτιάτες.

Η Σημασία της Μάχης
Μαρμάρινα και μπρούτζινα μνημεία στο Μαραθώνα και στους Δελφούς απαθανάτισαν τη νίκη των Αθηναίων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Παυσανία, 650 χρόνια αργότερα οι περιηγητές εξακολουούσαν να πιστεύουν ότι καθώς διέσχιζαν το πεδίο της μάχης μπορούσαν να ακούσουν απόκοσμους θορύβους πολεμιστών.
Γιατί ήταν σημαντική η μάχη του Μαραθώνα από Γραφική άποψη; Ήταν μια ένδειξη, αρκετό καιρό εκ των προτέρων, της επακόλουθης επικράτησης του ελληνικού ‘τράγου’ της προφητείας του Δανιήλ επί του ‘κριού με τα δύο κέρατα’ της Μηδοπερσίας.
Καθώς ατενίζει κάποιος τον Τύμβο του Μαραθώνα, ο οποίος υπάρχει ακόμη στον τόπο της μάχης, θυμάται τους πολλούς θανάτους και τα πολλά παθήματα με τα οποία έχει πληρώσει η ανθρωπότητα τη διαρκή επιδίωξη για δύναμη και κυριαρχία. Οι αιματοβαμμένες σελίδες της ιστορίας, τα σιωπηλά πεδία των μαχών και οι μοναχικοί τύμβοι είναι γεμάτα «μεγάλους άντρες», «ήρωες» και «ηττημένους», που όλοι τους έπεσαν θύματα της παγκόσμιας πολιτικής και του αγώνα για δύναμη. Ωστόσο, είναι κοντά ο καιρός οπότε θα τερματιστούν όλοι οι πολιτικοί αγώνες για δύναμη, επειδή ο Θεός έχει προφητέψει: «Εν ταις ημέραις των βασιλέων εκείνων θέλει αναστήσει ο Θεός του ουρανού βασιλείαν, ήτις εις τον αιώνα δεν θέλει φθαρή· και η βασιλεία αύτη δεν θέλει περάσει εις άλλον λαόν· θέλει κατασυντρίψει και συντελέσει πάσας ταύτας τας βασιλείας, αυτή δε θέλει διαμένει εις τους αιώνας».
Φαίνεται ότι υπάρχει κάποια αμφισβήτηση για τους αριθμούς όσον αφορά τη μάχη του Μαραθώνα. Ο Γουίλ Ντουράν ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες «είχαν κάπου είκοσι χιλιάδες άντρες, οι Πέρσες πιθανότατα εκατό χιλιάδες».
Οπλίτης και Φάλαγγα — Η Συνταγή της Νίκης
Σχολιάζοντας τους δύο κύριους παράγοντες για τη νίκη των Αθηναίων, το βιβλίο Ένα Ανήσυχο Πνεύμα (A Soaring Spirit) αναφέρει: «Οι οπλίτες, όπως αποκαλούνταν οι Έλληνες στρατιώτες του πεζικού, είχαν ανθεκτικότερη πανοπλία από τους Πέρσες στρατιώτες, ισχυρότερες ασπίδες και μακρύτερα δόρατα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι πολεμούσαν σαν μηχανές σε φάλαγγες που έφταναν ως και 12 ζυγούς σε βάθος· οι στρατιώτες στον κάθε ζυγό ήταν τόσο ασφυκτικά κοντά ο ένας στον άλλον ώστε οι ασπίδες τους αποτελούσαν σχεδόν αδιαπέραστο τοίχο. Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα, οι Πέρσες έμαθαν γιατί η φάλαγγα ήταν η πιο φοβερή πολεμική μηχανή που ήταν γνωστή στον αρχαίο κόσμο».
periodiko.net

ΣΧΟΛΙΑ

0 Σχόλια